Η συνεδρία για το νέο τοπίο που πλέον διαμορφώνεται στη χώρα μας μετά την ψήφιση και δημοσίευση του Νόμου για την ΠΦΥ, την οποία συντόνισαν από κοινού ο κ. Ανάργυρος Δ. Μαριόλης και ο κ. Νίκος Παπανικολάου, αμφότεροι με μεγάλη εμπειρία και σημαντική δράση στον χώρο της Γενικής/Οικογενειακής Ιατρικής και της ΠΦΥ, εστίασε στις προκλήσεις και συνιστώσες που είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψη για την επιτυχή εφαρμογή του Νόμου και τη διαμόρφωση ενός οργανωμένου, βιώσιμου, αποδοτικού και λειτουργικού συστήματος ΠΦΥ που θα προσφέρει καθολική πρόσβαση σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας. Από τη συζήτηση δεν θα μπορούσε φυσικά να απουσιάζει η οπτική των ληπτών υπηρεσιών υγείας, ενώ επιπλέον παρουσιάσθηκε η εμπειρία από την ήδη πενταετή εφαρμογή του συστήματος στην Κύπρο, με τα διδάγματα και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζονται.
Κριτική παρουσίαση του Νόμου
Η Καθηγήτρια στο Τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κ. Αθηνά Τατσιώνη έκανε μία αποτίμηση του νέου Νόμου, παρουσιάζοντας αρχικά τις βασικές του συνιστώσες και παραθέτοντας στη συνέχεια τους προβληματισμούς που υπάρχουν και μπορούν να μας υποδείξουν τα σημεία που πρέπει να διορθωθούν. Ο Νόμος για την ΠΦΥ συνιστά την ιδανική ευκαιρία να περάσουμε από την συζήτηση στην πράξη, τόνισε η ομιλήτρια.
Σκοπός του Νόμου είναι η βελτίωση του συστήματος ΠΦΥ και δημόσιας υγείας μέσω της αναμόρφωσης του θεσμού του προσωπικού γιατρού ως πυλώνα ενός οργανωμένου συστήματος προληπτικής ιατρικής και η διασφάλιση επαρκούς αναλογίας προσωπικών ιατρών προς τους λήπτες υπηρεσιών υγείας με στόχο την κάλυψη του συνόλου του πληθυσμού, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όλων των περιοχών της χώρας.
Πυλώνες για την επιτυχή εφαρμογή του Νόμου, συνέχισε η Καθηγήτρια, είναι η διεύρυνση των κατηγοριών ιατρών που μπορούν να εξυπηρετήσουν τον ρόλο του προσωπικού ιατρού, η παροχή κινήτρων και η αξιολόγηση των προσωπικών ιατρών.
Για να είναι βιώσιμο και εξελισσόμενο το νέο σύστημα ΠΦΥ που διαμορφώνεται, απαιτείται η θέσπιση διαδικασιών ελέγχου με κύκλους ποιότητας -με σκοπό να πραγματοποιούνται όταν χρειάζεται αλλαγές-, η δημιουργία μίας ομάδας πιστοποίησης των παρόχων ΠΦΥ, καθώς και η υποστήριξη και παρακολούθηση της αλλαγής σε επίπεδο κοινωνίας και η ενεργός συμμετοχή των πολιτών.
Οι υπηρεσίες ΠΦΥ που παρέχονται, με βάση τον νέο Νόμο, περιλαμβάνουν τη διαχείριση συχνών χρόνιων νοσημάτων και μειζόνων παραγόντων κινδύνου, υπηρεσίες φροντίδας υγείας και αποκατάστασης, τον συντονισμό και τη διασύνδεση κατά περίπτωση με άλλους ειδικούς ιατρούς και με τα νοσοκομεία αναφοράς, την εφαρμογή προγραμμάτων προληπτικού και προσυμπτωματικού ελέγχου, εμβολιασμού και άλλων δράσεων πρόληψης, την υποστήριξη και την υπεύθυνη καθοδήγηση των ασθενών μέσα στο σύστημα υγείας, την παραπομπή των ληπτών υπηρεσιών υγείας σε άλλους ιατρούς και σε άλλα επίπεδα περίθαλψης, καθώς και σε διαγνωστικές εξετάσεις, συμπεριλαμβανομένων των προληπτικών και προσυμπτωματικών ελέγχων, όπως προβλέπουν συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές και πρωτόκολλα τα οποία ορίζονται από το Υπουργείο Υγείας στη βάση των διεθνών προτύπων, καθώς και την επιμέλεια της συνεχούς ενημέρωσης του ΑΗΦΥ για κάθε πολίτη που είναι εγγεγραμμένος στον προσωπικό ιατρό, διασφαλίζοντας τη συνέχεια και τον συντονισμό της φροντίδας.
Για να τα δούμε όλα αυτά στην πράξη, παρατήρησε η κ. Τατσιώνη, είναι σημαντική η σύνδεση του προσωπικού ιατρού με μια λειτουργική ομάδα υγείας και η εκπαίδευσή του σε δεξιότητες επικοινωνίας με σκοπό την αλλαγή συμπεριφοράς, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη συνεργατικών μοντέλων ή μοντέλων ολοκληρωμένης φροντίδας για τη διευκόλυνση της πρόσβασης σε ευάλωτες ομάδες. Απαιτούνται επίσης, συμπλήρωσε η εισηγήτρια, κατευθυντήριες οδηγίες για τις ανάγκες της ΠΦΥ (ολιστική προσέγγιση, εκτίμηση της εφαρμοσιμότητας, διακριτό πλαίσιο μεταξύ των επιπέδων φροντίδας), αλλά και ένα φιλικό προς τον χρήστη ηλεκτρονικό περιβάλλον για τον ΑΗΦΥ.
Το δεύτερο τμήμα του Νόμου, συνέχισε η κ. Τατσιώνη, αναφέρεται στα Πανεπιστημιακά Κέντρα Υγείας, τα οποία αποτελούν σημαντική τομή για το σύστημα υγείας της χώρας μας.
Στόχοι των Κέντρων αυτών είναι αφενός η αναβάθμιση του επιπέδου παροχής υπηρεσιών ΠΦΥ μέσω της δημιουργίας των απαραίτητων δομών που θα συμβάλλουν στην εκπαίδευση των ιατρών των δημόσιων μονάδων παροχής υπηρεσιών ΠΦΥ, καθώς και στην υποστήριξη αυτών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, με την αξιοποίηση σύγχρονων ψηφιακών εργαλείων, αφετέρου η βελτίωση των δεικτών υγείας των κατοίκων των νησιών και άλλων απομακρυσμένων περιοχών.
Οι προβληματισμοί που υπάρχουν για την επιτυχή υλοποίηση των εν λόγω Κέντρων αφορούν στη δημιουργία ακαδημαϊκής κουλτούρας στα κέντρα υγείας, στη συμμετοχή ακαδημαϊκών μελών με γνώση του πεδίου ΠΦΥ, στη δημιουργία συνεργασιών με την υπόλοιπη ακαδημαϊκή κοινότητα, τις επιστημονικές εταιρείες, τις ομάδες εμπειρογνωμόνων, τους τοπικούς φορείς, την κοινότητα, κ.λπ., στη δημιουργία κατευθυντήριων οδηγιών και του πλαισίου για εξ αποστάσεως υπηρεσίες και, τέλος, στη σύνδεση της έρευνας με την εκπαίδευση και την κλινική πράξη. Σημαντικός αρωγός για την υπερπήδηση των εμποδίων, πρόσθεσε η Καθηγήτρια, είναι το συνεχές feedback από όλους τους εμπλεκόμενους.
Η προσπάθεια για ένα οργανωμένο και ολοκληρωμένο σύστημα ΠΦΥ έχει ξεκινήσει, ολοκλήρωσε την τοποθέτησή της η εισηγήτρια, και πλέον θα πρέπει να δούμε πώς ο Νόμος θα έχει ευρεία εφαρμογή, να ορίσουμε μετρήσιμους στόχους και να αναζητήσουμε τρόπους ώστε να διασφαλισθεί η ανθεκτικότητά του στον χρόνο.
Ποιες διαστάσεις θα χαρακτηρίσουν την επιτυχή εφαρμογή του Νόμου
Η ΠΦΥ αποτελούσε ανέκαθεν κεντρικό θέμα στο Συνέδριο αυτό, χάρη στο ιδιαίτερο ενδιαφέρον που έδειχναν για την ανάπτυξή της οι αείμνηστοι Γιάννης Κυριόπουλος και Άρης Σισσούρας, ξεκίνησε την ομιλία του ο Προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης του Ο.ΔΙ.Π.Υ. και Πρόεδρος της Ιατρικής Εταιρείας Αθηνών κ. Ελευθέριος Θηραίος.
Ο νέος Νόμος για την ΠΦΥ προσφέρει την ευκαιρία οργανωμένης ένταξής της στο σύστημα υγείας, θα πρέπει ωστόσο να λάβουμε υπόψη το περιβάλλον εντός του οποίου θα εφαρμοσθεί. Σήμερα, το 50% των νοσοκομειακών κλινών «απασχολούνται» από άτομα άνω των 70 ετών, ενώ εκτιμάται πως το 2050 το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού άνω των 60 ετών θα υπερβαίνει το 40%. Η Ελλάδα είναι η 5η σε ταχύτητα δημογραφικής γήρανσης χώρα παγκοσμίως, εξήγησε ο κ. Θηραίος, ενώ επιπλέον έχει τον 3ο χαμηλότερο δείκτη γεννήσεων στην Ε.Ε.
Αναφερόμενος στο πώς δημιουργήθηκε η ανάγκη της λειτουργικής ένταξης της ΠΦΥ στο Σύστημα Υγείας, ο ομιλητής αναφέρθηκε στις αλλαγές στο δημογραφικό προφίλ της χώρας, τη γήρανση του πληθυσμού και την επαγόμενη πολυνοσηρότητα, αλλά και τη διαχρονική δυσαρέσκεια των Ελλήνων ασθενών όσον αφορά στην ποιότητα της υγειονομικής φροντίδας που λαμβάνουν. Το σύστημα υγείας στην Ελλάδα, εξήγησε, είναι έντονα συγκεντρωμένο γύρω από έναν υπερμεγέθη νοσοκομειακό τομέα, υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ των παρεχόμενων υπηρεσιών του και των αναγκών υγείας του πληθυσμού και ο βαθμός συντονισμού μεταξύ των φορέων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας φροντίδας είναι χαμηλός. Ένα μεγάλο ποσοστό χρονίως πασχόντων καταλαμβάνει μεγάλο ποσοστό των κλινών οξείας νοσηλείας στα δημόσια νοσοκομεία και πάνω από το 1/3 των εισαγωγών έκτακτης ανάγκης σε ένα γενικό νοσοκομείο θα μπορούσαν να αντιμετωπίζονται από υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Επιπλέον, έως σήμερα δεν υπάρχει συστηματικό πλάνο αξιολόγησης της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας, τόνισε ο κ. Θηραίος, ούτε ένα οργανωμένο σύστημα προσανατολισμού/καθοδήγησης των ληπτών υπηρεσιών υγείας, ενώ σημαντικό πρόβλημα αποτελούν επίσης οι μεγάλοι χρόνοι αναμονής.
Η επιτυχής εφαρμογή του Νόμου και η ολοκλήρωση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας θα εξαρτηθούν από το αν θα καταστεί δυνατόν να δημιουργηθούν ολοκληρωμένα δίκτυα ΠΦΥ, από τη δέσμη υπηρεσιών που αυτά θα παρέχουν, την επένδυση που θα γίνει στην εκπαίδευση και ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού, την ανάπτυξη ολοκληρωμένων ψηφιακών υπηρεσιών υγείας, καθώς και την ανάπτυξη υπηρεσιών μακροχρόνιας φροντίδας, οι οποίες αποτελούν και το μεγάλο έλλειμμα του συστήματος υγείας.
Είναι επίσης σημαντικό να αναπτυχθεί ένα σύστημα αξιολόγησης της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών ΠΦΥ και να διασυνδεθούν οι αρχές της ΠΦΥ με τις διαστάσεις της ποιότητας, ενώ η αξιολόγηση θα πρέπει ασφαλώς να περιλαμβάνει όλα τα επίπεδα και όλους τους εμπλεκόμενους στο σύστημα παροχής υπηρεσιών υγείας.
Κύριοι άξονες αξιολόγησης των παρεχομένων υπηρεσιών στις διαστάσεις της ποιότητας, ανέφερε κλείνοντας την εισήγησή του ο κ. Θηραίος, είναι η παροχή φροντίδας υγείας (προσβασιμότητα – συνέχεια και συντονισμός της φροντίδας – ολοκληρωμένη παροχή υπηρεσιών), η ασφάλεια των ασθενών, το ανθρώπινο δυναμικό (στελέχωση – επαγγελματική ανάπτυξη – επαγγελματικό ηθικό), η διαχείριση του συστήματος (ανάπτυξη πολιτικής για τις συνθήκες παροχής φροντίδας υγείας – ανταποκρισιμότητα) και η χρηματοδότηση και τα κίνητρα.
Το αποτέλεσμα θα μετρηθεί με βάση την τελική ικανοποίηση τόσο του συστήματος υγείας όσο και των ασθενών, παρατήρησε ο κ. Παπανικολάου. Ασφαλώς, ο εκδημοκρατισμός των συστημάτων υγείας δεν είναι δυνατός χωρίς τη συμμετοχή των ασθενών, συμπλήρωσε και πέρασε τη σκυτάλη στον επόμενο ομιλητή.
H οπτική του λήπτη
Η ασθενοκεντρικότητα που επιδιώκεται να υιοθετηθεί από τα συστήματα υγείας κατά τα τελευταία χρόνια, ο κ. Αναστάσιος Σαμουηλίδης, Υπεύθυνος Δημοσίων Υποθέσεων της Ένωσης Ασθενών Ελλάδας, συνιστά σαφώς ένα σημαντικό βήμα για τον εκδημοκρατισμό τους. Είναι απαραίτητο να ακούγεται η φωνή των ασθενών, των τελικών ληπτών των παρεχόμενων από τα συστήματα υγείας υπηρεσιών, εξήγησε.
Η έλλειψη ενός αποτελεσματικού συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας αποτέλεσε διαχρονικά κρίσιμο παράγοντα παθογένειας των συστημάτων υγείας. Ο θεσμός του προσωπικού ιατρού μπορεί να συμβάλει στην παροχή ποιοτικών και αποτελεσματικών υπηρεσιών φροντίδας υγείας και στην αποσυμφόρηση των νοσοκομειακών δομών. Ο προσωπικός ιατρός προσφέρει επίσης την ευκαιρία να αναπτυχθεί μία νέα σχέση εμπιστοσύνης των ασθενών με την ιατρική κοινότητα, σε μια χρονική περίοδο όπου η εμπιστοσύνη ορισμένων πολιτών στην επιστήμη έχει κλονισθεί.
Η ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου δικτύου ΠΦΥ, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται ο προσωπικός ιατρός, θα καταστήσει δυνατόν το επί μακρόν ζητούμενο, να πηγαίνει το σύστημα υγείας στον πολίτη και όχι το αντίστροφο.
Οι χρόνοι αναμονής αποτελούν πράγματι ένα μεγάλο πρόβλημα, επισήμανε ο κ. Σαμουηλίδης, και το σύστημα παραπομπών είναι κομβικής σημασίας προκειμένου να επιτύχει ο νέος Νόμος τους στόχους του.
Ένα θέμα που συζητήθηκε αρκετά είναι εάν στους χρόνιους ασθενείς θα μπορούσαν να αναλάβουν τον ρόλο του προσωπικού ιατρού οι θεράποντες ιατροί τους, οι οποίοι τους γνωρίζουν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Στην περίπτωση των ασθενών αυτών, ο θεράπων ιατρός ήταν έως σήμερα ουσιαστικά ο προσωπικός τους ιατρός, εξήγησε ο ομιλητής, ωστόσο κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να εφαρμοσθεί σήμερα, λόγω του αυξανόμενου φόρτου εργασίας των νοσοκομειακών δομών.
Στόχος της παρούσας μεταρρυθμιστικής προσπάθειας θα πρέπει να είναι η διευκόλυνση της κατεύθυνσης του ασθενούς στο σύστημα υγείας και η διασύνδεσή του με τις απαραίτητες δομές υγείας. Η Ένωση Ασθενών Ελλάδας θα συνεχίσει να συμμετέχει στην προσπάθεια, εκπαιδεύοντας τους ασθενείς σχετικά με όλες τις εξελίξεις και ενθαρρύνοντάς τους να αποκτήσουν όλοι προσωπικό ιατρό, δήλωσε ο κ. Σαμουηλίδης ολοκληρώνοντας την τοποθέτησή του.
Προκλήσεις και διδάγματα 5 χρόνια μετά την εφαρμογή του Συστήματος στην Κύπρο
Στην Κύπρο, η υιοθέτηση του θεσμού του προσωπικού ιατρού ήταν πιο εύκολη, καθώς εφαρμόσθηκε μαζί με το Γενικό Σύστημα Υγείας (ΓεΣΥ), ανέφερε η Διευθύντρια του Οργανισμού Ασφάλισης Υγείας της Κύπρου κ. Ιφιγένεια Καμμίτση.
Η εισαγωγή του ΓεΣΥ στην Κύπρο αποτελεί μια τεράστια και πολυδιάστατη μεταρρύθμιση στον νευραλγικό τομέα της υγείας, ανέφερε η ομιλήτρια, εφόσον άλλαξε ουσιαστικά τον τρόπο πρόσβασης και παροχής των υπηρεσιών υγείας για ολόκληρο τον πληθυσμό. Παράλληλα, η εφαρμογή του ΓεΣΥ σήμανε και την έναρξη της ηλεκτρονικής υγείας στη χώρα, εφόσον όλες οι διεργασίες στο πλαίσιο του ΓεΣΥ, τόσο από τους δικαιούχους, όσο και από τους παροχείς, γίνονται ηλεκτρονικά.
Αναφέροντας τις βασικές Αρχές του ΓεΣΥ, η κ. Καμμίτση παρατήρησε πως πρόκειται για ένα σύστημα καθολικό, καλύπτοντας τον πληθυσμό ανεξαρτήτως εισοδήματος και κατάστασης υγείας, προσβάσιμο, προσφέροντας ισότιμη πρόσβαση των δικαιούχων με ελεύθερη επιλογή παρόχου σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, αλληλέγγυο και ολοκληρωμένο, παρέχοντας συνολική φροντίδα υγείας.
Το ΓεΣΥ είναι ανθρωποκεντρικό και ο προσωπικός ιατρός βρίσκεται στο επίκεντρό του, συνέχισε η ομιλήτρια. Ο προσωπικός ιατρός αποτελεί το πρώτο σημείο επαφής του δικαιούχου με τις υπηρεσίες φροντίδας υγείας που καλύπτονται από το ΓεΣΥ, καθοδηγώντας τον και παραπέμποντάς τον όταν απαιτείται στους υπόλοιπους φορείς. Ο θεσμός του προσωπικού ιατρού έχει οδηγήσει σε εύκολη και άμεση πρόσβαση του δικαιούχου σε υπηρεσίες φροντίδας υγείας, καθοδήγησή του στο σύστημα υγείας, αποτελεσματική εφαρμογή των προληπτικών προγραμμάτων και καλύτερη και ολοκληρωμένη αντιμετώπιση χρόνιων ασθενειών.
Αφού παρέθεσε τις ειδικότητες που μπορούν να αναλάβουν τον ρόλο του προσωπικού ιατρού στην Κύπρο, η κ. Καμμίτση επισήμανε πως οι προσωπικοί ιατροί τηρούν καταλόγους στους οποίους εγγράφουν τους δικαιούχους του ΓεΣΥ προς τους οποίους παρέχουν πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, με στόχο την οικοδόμηση μακροχρόνιας σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ δικαιούχου και προσωπικού ιατρού.
Οι δικαιούχοι έχουν απευθείας πρόσβαση στον προσωπικό τους ιατρό, κατόπιν διευθέτησης ραντεβού, η επίσκεψη είναι δωρεάν και οι δικαιούχοι, εάν το επιθυμούν, μπορούν να αλλάζουν προσωπικό ιατρό κάθε 12 μήνες δηλώνοντας τον λόγο αλλαγής. Σε περίπτωση, δε, που ο προσωπικός ιατρός απουσιάζει από το ιατρείο του, έχει υποχρέωση να ορίσει αντικαταστάτη.
Ο προσωπικός ιατρός εκδίδει παραπεμπτικά για υπηρεσίες ειδικού ιατρού (η ειδικότητα καθορίζεται από τον προσωπικό ιατρό), διαγνωστικές και εργαστηριακές εξετάσεις, υπηρεσίες κλινικού διαιτολόγου, φυσιοθεραπευτή & κλινικού ψυχολόγου, υπηρεσίες νοσηλευτή γενικής νοσηλευτικής για κατ’ οίκον επισκέψεις σε κατακεκλιμένο δικαιούχο, υπηρεσίες ενδονοσοκομειακής φροντίδας υγείας, ιδρυματικής αποκατάστασης και ανακουφιστικής φροντίδας υγείας, καθώς και συνταγές για φάρμακα, ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό και υγειονομικά είδη. Όλες οι παραπομπές μέσα στο σύστημα υγείας γίνονται ηλεκτρονικά και κάθε δικαιούχος μπορεί να ενημερωθεί σχετικά με τα παραπεμπτικά και τις συνταγές που έχουν εκδοθεί και βρίσκονται σε ισχύ μέσω του λογαριασμού του στην Πύλη Δικαιούχων του ΓεΣΥ.
Το μεγάλο στοίχημα κατά την έναρξη εφαρμογής του θεσμού και στην Κύπρο ήταν η συμμετοχή, ανέφερε η κ. Καμμίτση, ωστόσο το στοίχημα κερδήθηκε και ο αριθμός προσωπικών ιατρών σήμερα είναι απολύτως επαρκής.
Ασφαλώς, υπάρχουν ακόμη προκλήσεις οι οποίες θα πρέπει να αντιμετωπισθούν, οι οποίες είναι παρόμοιες με αυτές που συζητούνται και στην Ελλάδα, υπογράμμισε η εισηγήτρια, όπως η ανομοιογένεια στην εμπειρία και εκπαίδευση των προσωπικών ιατρών, η απουσία κλινικών πρωτοκόλλων και προτύπων ποιότητας, η έλλειψη κουλτούρας οργανωμένης πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας στους ιατρούς και τους δικαιούχους, η απουσία ελάχιστων προδιαγραφών για εξοπλισμό και υποστηρικτικό προσωπικό, η έλλειψη ενσωματωμένων μέτρων ποιότητας στο σύστημα περίθαλψης του ΓεΣΥ, η απουσία μηχανισμών παρακολούθησης και επιθεώρησης, η ελλιπής καταγραφή στοιχείων από προσωπικούς και ειδικούς ιατρούς, το υπερβολικό γραφειοκρατικό βάρος λόγω της ανάγκης καταγραφής δεδομένων που αναφέρεται από τους ιατρούς, η απουσία μηχανισμών παρακολούθησης και αξιολόγησης, αλλά και ο μεγάλος αριθμός προσωπικών ιατρών άνω των 65 ετών.
Η προσπάθεια για την αντιμετώπιση των προσκλήσεων αυτών έχει ξεκινήσει, δήλωσε η κ. Καμμίτση ολοκληρώνοντας την ομιλία της, και ήδη λαμβάνονται μέτρα για την ενίσχυση της ΠΦΥ, όπως η διασύνδεση της αμοιβής των προσωπικών ιατρών με δείκτες απόδοσης και ποιοτικά κριτήρια, η ποιοτική αξιολόγηση των παραπεμπτικών, η δημιουργία κατευθυντήριων οδηγιών παραπομπής, η κατηγοριοποίηση των παραπεμπτικών προς ειδικούς ιατρούς και η ενημέρωση των δικαιούχων.