Το ποσοστό του πληθυσμού που θα πρέπει να αποκτήσει ανοσία για να περιοριστεί η επιδημία θα είναι μικρότερο από αυτό που αναμενόταν, σύμφωνα με δυο επιστημονικά άρθρα, τα οποία θα αξιολογηθούν για δημοσίευση και ήδη έχουν προκαλέσει σχόλια, όπως εξηγεί η αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Βάνα Σύψα.
Αναφερόμενη στα κύρια ευρήματα των δύο άρθρων (Britton T, Trapman P, Ball FG. The disease-induced herd immunity level for Covid-19 is substantially lower than the classical herd immunity level. medRxiv 2020: 2020.05.06.20093336 και Gomes MGM, Corder RM, King JG, et al. Individual variation in susceptibility or exposure to SARS-CoV-2 lowers the herd immunity threshold. medRxiv 2020: 2020.04.27.20081893) η κ. Σύψα εξηγεί ότι μέσω του R0 (αριθμός αναπαραγωγής) «εκτιμούμε το ποσοστό του πληθυσμού που θα πρέπει να αποκτήσει ανοσία – είτε με φυσικό τρόπο είτε με εμβολιασμό – ώστε η μετάδοση να καταστεί δυσχερής και τελικά η επιδημία να μην μπορεί να συντηρηθεί (ανοσία αγέλης ή συλλογική ανοσία)».
Στην περιπτωση του κοροναϊού SARS-CoV-2, όπου το R0 κυμαίνεται μεταξύ 2-3, το ποσοστό αυτό εκτιμάται στο 50%-66% του πληθυσμού, αντίστοιχα, αλλά θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η ετερογένεια των ανθρώπων. Επ’ αυτού διευκρινίζεται ότι «όλοι οι άνθρωποι έχουν κατά μέσο όρο παρόμοιο αριθμό επαφών ή έχουν την ίδια πιθανότητα να μολυνθούν. Στην πράξη, είναι πιθανό ένα σχετικά μικρό μέρος του πληθυσμού να διαδραματίζει πιο σημαντικό ρόλο στην επιδημία είτε γιατί είναι πιο ευάλωτο στη λοίμωξη από τον ιό για διάφορους λόγους είτε γιατί έχει μεγάλο αριθμό επαφών».
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρονται οι επαγγελματίες που έρχονται σε επαφή με πολύ κόσμο και οι οποίοι έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να μολυνθούν σχετικά νωρίς στην επιδημία μιας και είναι περισσότερο εκτεθειμένα, καθώς και να μολύνουν πολλά άτομα με τη σειρά τους. Η κ. Σύψα αποσαφηνίζει ότι «καθώς αυτός ο πληθυσμός υψηλού κινδύνου για μετάδοση αποκτά ανοσία, συμβάλλει όλο και λιγότερο στη διασπορά του ιού. Έτσι, ο ιός χάνει τους πιο αποτελεσματικούς «μεταδότες» του και η επιδημία σταματά ακόμα και αν έχει μολυνθεί μικρότερο ποσοστό του πληθυσμού από αυτό που θα αναμέναμε αν υπήρχε ομοιογένεια».
Από τα επιστημονικά άρθρα προκύπτει ότι λόγω ενδεχομένως της ετερογένειας η συλλογική ανοσία στην επιδημία COVID-19 θα επιτευχθεί εφόσον αποκτήσει ανοσία μικρότερο ποσοστσό του αρχικά εκτιμώμενου 50%-66% του πληθυσμού.
«Αυτό εξαρτάται από τις παραδοχές που θα γίνουν για το R0 και, κυρίως, για το βαθμό της ετερογένειας» επισημαίνει η κ. Σύψα, παραθέτοντας ότι οι μελέτες
- Britton et al : ορίζει R0 ίσο με 2.5, τότε η συλλογική ανοσία θα επιτευχθεί όταν αποκτήσει ανοσία μετά από μόλυνση το 43% του πληθυσμού.
- Gomes et al: επικαλείται μεγάλη ετερογένεια (λίγα άτομα ευθύνονται για το μεγαλύτερο μέρος της μετάδοσης), η επιδημία θα μπορούσε να περιοριστεί ακόμα και με 10%-20% ανοσία στον πληθυσμό.
Άξιο αναφοράς είναι ότι οι εκτιμήσεις αφορούν την επίτευξη ανοσίας μετά από μόλυνση και όχι απαραίτητα μετά από εμβολιασμό.
Σημειώνεται ότι εάν ο εμβολιασμός δεν πραγματοποιείται στοχευμένα, δηλαδή σε άτομα υψηλού κινδύνου για μόλυνση/μετάδοση, τα επίπεδα συλλογικής ανοσίας που θα πρέπει να επιτευχθούν παραμένουν υψηλά στο 50%-66%.
Το άρθρο των Gomes et al «αξιοποιήθηκε» από σχολιαστές στο twitter για να υποστηρίξουν ότι το lockdown δεν ήταν απαραίτητο και ότι η συλλογική ανοσία υποστηρίζοντας ότι ο τερματισμός της επιδημίας θα μπορούσε να επιτευχθεί με ανοσία στο 20% του πληθυσμού.
Ωστόσο, οι συγγραφείς της ερευνητικής ομάδας τοποθετήθηκαν έναντι των σχολίων. «Εάν πράγματι υπάρχει ετερογένεια, τα άτομα που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην επιδημία είναι πιθανό να έχουν μολυνθεί και να έχουν αναπτύξει ανοσία σχετικά νωρίς».
Συνεπώς στην περίπτωση που εκδηλωθεί δεύτερου κύμα έξαρσης κρουσμάτων του ιού «θα είναι ηπιότερο μιας και πολλά από τα υψηλού κινδύνου άτομα δεν θα συνεισφέρουν πλέον στη μετάδοση. Αυτό βεβαίως εξαρτάται από το μέγεθος της επιδημίας στο πρώτο κύμα σε κάθε χώρα», σύμφωνα με τους ερευνητές.
Ωστόσο, όλοι οι ερευνητές τονίζουν περιορισμούς όπως την αβεβαιότητα σχετικά με το βαθμό της ετερογένειας και ότι αυτή μπορεί να είναι απόρροια των ίδιων των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης που λήφθηκαν (λίγοι άνθρωποι με πολλές επαφές όπως οι επαγγελματίες υγείας, οι εργαζόμενοι σε σούπερ-μάρκετ και πολλοί άνθρωποι με λίγες επαφές). Ακόμη δεν είναι γνωστό σε ποιο βαθμό η μόλυνση οδηγεί σε ανοσία.
Πηγή: virus.com.gr