Είναι ένας επιδραστικός Έλληνας παγκόσμιου βεληνεκούς. Γνωστός και ως «πατριάρχης» της Bιοτεχνολογίας, ο δρ Στέλιος Παπαδόπουλος, αποτελεί τον ορισμό του success story.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Παρότι πέρασε στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο, φοίτησε μόλις τρεις μήνες και έφυγε για τις ΗΠΑ, όπου ξεκίνησε και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στα Μαθηματικά και τη Φυσική, ενώ για το διδακτορικό του στράφηκε στη Βιοφυσική. Ακολούθησε την ακαδημαϊκή «οδό» ως μέλος του διδακτικού προσωπικού του Τμήματος Κυτταρικής Βιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, όπου και παραμένει ως αναπληρωτής καθηγητής.
Με επιπλέον σπουδές στα Οικονομικά, σύντομα μεταπήδησε στον τομέα των επενδύσεων. Ξεκίνησε ως αναλυτής μετοχών και στη συνέχεια εργάστηκε ως τραπεζίτης επενδύσεων σε διάφορες εταιρείες στη Γουόλ Στριτ. Από το 2014 βρίσκεται στη θέση του προέδρου της Biogen Inc., ωστόσο, υπήρξε «εμπνευστής» άλλων εταιρειών, συμπεριλαμβανομένης της Exelixis Inc., που ειδικεύεται στην παραγωγή φαρμάκων κατά του καρκίνου, στην οποία είναι πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου έως σήμερα.
O δρ Στέλιος Παπαδόπουλος είναι άριστος γνώστης του χώρου της έρευνας και ανάπτυξης φαρμάκων. Αποτελεί ένα από τα εξέχοντα μέλη της ομάδας εργασίας για την Στρατηγική Προσέλκυσης Επενδύσεων στον τομέα της Βιοτεχνολογίας στην Ελλάδα και είναι συνιδρυτής του Fondation Santé, ενός ιδρύματος που χρηματοδοτεί ερευνητές στο πεδίο της Βιοϊατρικής στη χώρα μας.
Μιλώντας στο Insider, αναφέρεται -μεταξύ άλλων- στις δυνατότητες ανάπτυξης της Βιοτεχνολογίας στην Ελλάδα, στα εμπόδια που υπάρχουν στο δρόμο προς αυτήν την προοπτική και στις δομικές αλλαγές που πρέπει να γίνουν, ώστε να καταστεί η χώρα διεθνώς ανταγωνιστική στον τομέα.
Παράλληλα, σχολιάζει τις τιμές των φαρμάκων και το κόστος τους στα συστήματα υγείας και καταθέτει τη δική του πρόταση για τη διαχείριση των πόρων που αφορούν στην υγεία και την αντιμετώπιση των ασθενειών. Τέλος, μιλά για τη φιλοσοφία και την «αποστολή» του Fondation Santé και αναδεικνύει τα τρωτά σημεία της Ελλάδας, στο χώρο της έρευνας και της καινοτομίας.
Συνέντευξη στην Έφη Τσιβίκα
– Κύριε Παπαδόπουλε, φύγατε από την Ελλάδα το 1966 προκειμένου να κυνηγήσετε το όνειρο και σίγουρα έχετε πετύχει πολλούς από τους στόχους σας. Σήμερα το όνειρο έχει γίνει πραγματικότητα ή είναι κάτι που δεν έχει όρια;
– Το όνειρο ήταν απλώς να δω έναν μεγαλύτερο κόσμο, μια άλλη κοινωνία, να μην μείνω περιορισμένος στην ελληνική πραγματικότητα. Και σίγουρα, από αυτήν την άποψη, το όνειρο πραγματοποιήθηκε. Από μία άλλη οπτική, όμως, το να γνωρίσεις καινούρια περιβάλλοντα και ιδέες, να αποκτήσεις καινούριες γνώσεις και να διευρύνεις τους ορίζοντές σου, είναι κάτι που δεν τελειώνει ποτέ. Και αυτό που με κινεί ιδιαίτερα είναι η περιέργεια και η όρεξή μου για μάθηση.
– Έχουν περάσει 57 χρόνια από τότε που «ξενιτευτήκατε» εσείς, αλλά ακόμα και σήμερα επικρατεί η ίδια συνθήκη. Γιατί οι επιστήμονες της Ελλάδας δεν μπορούν να διαπρέψουν στην πατρίδα τους;
– Δεν είναι η Ελλάδα η μόνη χώρα που έχει αυτό το πρόβλημα. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό των χωρών με περιορισμένη οικονομική δραστηριότητα. Ας υποθέσουμε ότι μιλάμε για επιστήμονες – ερευνητές στο χώρο της Βιολογίας, που το κόστος της έρευνας είναι υψηλό. Καταρχάς, η επένδυση στην έρευνα είναι -με την καλή έννοια- η «πολυτέλεια» των πλούσιων χωρών. Μια χώρα στην οποία οι πολίτες εξασφαλίζουν δύσκολα τα προς το ζειν, δεν μπορεί να πάρει το 5% του προϋπολογισμού και να το διαθέσει στην έρευνα. Οπωσδήποτε, το ποσό αυτό στην Ελλάδα θα μπορούσε να είναι κάτι παραπάνω από αυτό που είναι σήμερα. Ωστόσο, πιο σημαντικό θα ήταν να αναδιοργανωθεί η έρευνα, ξεκινώντας από την κατανομή των πόρων. Κι αυτό μόνο αν γίνει, χωρίς καμία αύξηση, θα έχει ένα θετικό αποτέλεσμα.
Το ότι η Αμερική κατ’ εξοχήν και σε ένα δεύτερο επίπεδο οι ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες είναι τα μέρη στα οποία μαζεύονται όλοι οι καλοί επιστήμονες δεν είναι κάτι παράξενο. Πάντοτε δίνω το παράδειγμα του ποδοσφαίρου, γιατί εξηγεί τα πάντα. Πού πάνε όλοι οι καλοί ποδοσφαιριστές για να παίξουν ποδόσφαιρο; Στην Ισπανία και στην Αγγλία, κυρίως, και λιγότερο στη Γερμανία και στη Γαλλία. Γιατί εκεί είναι τα χρήματα και η επένδυση, εκεί αναγνωρίζεται το ταλέντο. Αν κάποιος είναι εξαιρετικά καλός ποδοσφαιριστής στην Ελλάδα και μπορεί να παίξει στη Manchester City, δεν νοείται να καθίσει να παίξει στην… Αθλητική Ένωση Χαριλάου.
– Επί της θητείας σας στην ηγεσία της Biogen καταγράφηκε μια ιστορική επιτυχία: μετά από πολλά χρόνια εγκρίθηκαν από τον FDA φάρμακα για τη νόσο Αλτσχάιμερ. Τι να περιμένουμε από αυτά το φάρμακα; Πώς αναμένεται να επηρεάσουν το φορτίο της νόσου;
– Η Biogen αυτή τη στιγμή έχει δύο φάρμακα για τη νόσο Αλτσχάιμερ, σε συνεργασία με την Ιαπωνική Eisai. Κατά τη γνώμη μου, τα δύο αυτά φάρμακα είναι εφάμιλλα. Όσον αφορά στο πρώτο που φέραμε στην αγορά, το aducanumab, για πολλούς και διάφορους λόγους, δεν καταφέραμε να πείσουμε την Κυβέρνηση να το αποζημιώσει, οπότε δεν έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως. Για το δεύτερο, όμως, το lecanemab, ο αρμόδιος οργανισμός για την οικονομική κάλυψη των ασθενών ηλικίας άνω των 65 ετών, έχει δηλώσει ότι, αν πάρει πλήρη έγκριση από τον FDA (σ.σ. έχει εγκριθεί με επιταχυνόμενη διαδικασία), θα αποζημιώνεται. Η απόφαση του FDA αναμένεται τον ερχόμενο Ιούλιο και υπάρχει σημαντική πιθανότητα να πάρει το φάρμακο την έγκριση. Αυτό σημαίνει ότι η εισχώρησή του στην αγορά θα είναι αρκετά μεγάλης έκτασης.
Όπως έχουμε δει στις κλινικές μελέτες, σε αρκετούς ασθενείς το lecanemab μπορεί να επιβραδύνει την εξέλιξη της ασθένειας. Αυτό είναι σημαντικό! Γιατί αν υποθέσουμε ότι σήμερα ένας ασθενής ξεχνάει που άφησε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του, μετά από δύο χρόνια θα ξεχνάει το όνομα των παιδιών του. Αν αυτό το διάστημα των δύο ετών γίνει τέσσερα χρόνια είναι μια σημαντική εξέλιξη, καταρχάς για την υγεία του ασθενούς αλλά και για την ποιότητα ζωής της οικογένειας καθώς και για την οικονομική επιβάρυνση της οικογένειας και του συστήματος υγείας από το κόστος περίθαλψης του ασθενούς. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι τα δύο αυτά φάρμακα και ένα τρίτο έρχεται από την Elli Lilly έχουν ενθαρρύνει τους ερευνητές και τις εταιρείες – επενδυτές ανά τον κόσμο ότι υπάρχει περίπτωση να έχουμε ένα θετικό αποτέλεσμα στην ασθένεια. Αυτό έχει ως συνέπεια να αυξάνονται σημαντικά οι επενδύσεις, δημιουργώντας τις προοπτικές για την ανάπτυξη και άλλων φαρμάκων, με διαφορετικό μηχανισμό δράσης, με διαφορετικό προφίλ ασφάλειας και αποτελεσματικότητας. Οπότε, είμαστε σε καλό δρόμο.
– Γίνεται μεγάλη κουβέντα για τις υψηλές τιμές των καινοτόμων φαρμάκων. Στην Ελλάδα ακούγονται φωνές που κάνουν λόγο ακόμα και για κερδοσκοπία. Γνωρίζοντας τις συνθήκες εκ των έσω, τι απαντάτε σε αυτές τις τοποθετήσεις;
– Όλα τα νέα καινοτόμα φάρμακα είναι ακριβά, με την έννοια ότι η τιμή τους είναι πολύ πιο υψηλή από τα παλαιότερα φάρμακα. Στην Αμερική υπάρχει ένα πολύ λογικό σύστημα, κατά το οποίο όταν ένα φάρμακο χάσει την πατέντα του, τότε δια νόμου αντικαθίσταται σε κάθε συνταγή με ένα γενόσημο. Αυτή τη στιγμή στην Αμερική, το 90% των συνταγών που εκδίδονται είναι για γενόσημα, το κόστος των οποίων είναι εξαιρετικά χαμηλό. Αυτό, δυστυχώς, στις ευρωπαϊκές χώρες και σίγουρα στην Ελλάδα, δεν εφαρμόζεται.
Στην Ελλάδα έχουμε τα «ακριβά» καινοτόμα φάρμακα από τη μία πλευρά, στην άλλη άκρη τα γενόσημα, τα οποία είναι πάμφθηνα όμως ο κόσμος τα φοβάται χωρίς ουσιαστικά να υπάρχει λόγος και στη μέση υπάρχουν φάρμακα τα οποία είναι γενόσημα, αλλά με ένα brand τοπικής εταιρείας, που πωλούνται σε μια τιμή μεταξύ αυτών των καινοτόμων και των γενόσημων φαρμάκων.
Ως προς το δεύτερο σκέλος, η αλήθεια είναι ότι δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς σημαίνει κερδοσκοπία. Όταν κάποιος σε μία καπιταλιστική κοινωνία κάνει μία επένδυση, παίρνει κάποιο ρίσκο, πιθανώς να χάσει τα πάντα και κάποια στιγμή μπορεί να πουλήσει κάτι, το πουλάει όσο είναι διατεθειμένος ο άλλος να το αγοράσει.
Στην Ελλάδα δυστυχώς δεν υπάρχει η κατάλληλη παιδεία, όσον αφορά στο τι σημαίνει η οικονομία σε μία καπιταλιστική χώρα. Καταναλωτικά, είναι μία άκρως καπιταλιστική κοινωνία. Περιέργως, από την άλλη πλευρά, έχει μία -θα έλεγα- κομουνιστική μενταλιτέ, δηλαδή δαιμονοποιεί το κέρδος. Ή είμαστε καπιταλιστές ή δεν είμαστε. Δεν παίρνω θέση ως προς το ποιο είναι το σωστό σύστημα. Απλά θέλω να πω ότι αυτό που σίγουρα δεν δουλεύει είναι όταν υπάρχει μία σύγχυση μεταξύ των δύο και δημιουργούνται προβλήματα. Για παράδειγμα, η Biogen επένδυσε και έχασε 3 δισ. δολάρια για το φάρμακο aducanumab. Χτίσαμε εργοστάσια, επενδύσαμε 1 δισ. σε κλινικές μελέτες και δεν θα βγάλουμε τίποτα από το συγκεκριμένο φάρμακο. Αυτό το κόστος κάπως πρέπει να καλυφθεί. Κάποια στιγμή, τα ελάχιστα φάρμακα που πετυχαίνουν και παίρνουν έγκριση πρέπει να καλύψουν με τα κέρδη τους και τα «προβληματικά» φάρμακα, τα λάθη, τις αποτυχίες, τις απογοητεύσεις όλων των άλλων προσπαθειών.
– Επιβαρύνουν περισσότερο τα καινοτόμα φάρμακα τα συστήματα ή οι ασθένειες που δεν αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά;
– Αυτή είναι μία πολύ σημαντική ερώτηση. Ωστόσο, η απάντησή της δεν μπορεί να δοθεί γενικά με κάποιο βαθμό ακρίβειας, αλλά συγκεκριμένα για κάθε ασθένεια. Το πρόβλημα σε πολλές χώρες είναι ότι έχουν έναν προϋπολογισμό για το πόσα θα ξοδέψουν για φάρμακα και άλλον προϋπολογισμό για νοσηλευτικά ή ιατρικά έξοδα, αντί να τα βάζουν όλα μαζί και να δουν αν ξοδεύοντας περισσότερα χρήματα σε φάρμακα, κερδίζουν χρήματα από τις νοσηλείες. Αυτό δεν γίνεται στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες, οι οποίες είναι λίγο – πολύ φτωχές και προσπαθούν να περιορίσουν τα έξοδα, κόβοντας από κάθε προϋπολογισμό. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι στις δυτικές χώρες της Ευρώπης τα φάρμακα έχουν χονδρικά περίπου τη μισή από αυτήν της Αμερικής. Ειδικά στην Ελλάδα, οι τιμές είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη. Και πάντα υπάρχει η -ας πούμε- υποψία ότι γι’ αυτόν τον λόγο, εισάγονται φάρμακα και επανεξάγονται σε άλλες χώρες με υψηλότερες τιμές.
Επομένως, στην Ελλάδα χρειάζεται μία ολιστική προσέγγιση του κόστους της υγείας και της ασθένειας, η οποία θα συνυπολογίζει τα πάντα. Το κόστος των φαρμακευτικών θεραπειών, των νοσηλειών και επιπλέον την απώλεια παραγωγικότητας. Γιατί όταν κάποιος είναι άρρωστος δεν εντάσσεται στο παραγωγικό δυναμικό μιας χώρας, κάτι το οποίο είναι μία απώλεια για την οικονομία.
– Ακούμε ότι η Ελλάδα έχει μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης της Βιοτεχνολογίας και μπορεί να γίνει ανταγωνιστική διεθνώς. Τι δεν διαθέτει και μένει πίσω;
– Καταρχάς δεν διαθέτει το επιστημονικό δυναμικό που να μπορεί να στήσει εταιρείες καινοτομίας για την ανακάλυψη νέων φαρμάκων για σοβαρές ασθένειες. Αυτοί οι επιστήμονες, βρίσκονται ήδη στο εξωτερικό, έχουν ήδη φύγει. Οπότε, δεν υπάρχουν ούτε οι άνθρωποι, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι δεν υπάρχουν οι ιδέες. Ας υποθέσουμε ότι εγώ θέλω να δημιουργήσω μία νέα εταιρεία στον πεδίο του καρκίνου. Για να ξεκινήσει μία τέτοια διαδικασία θα πρέπει να έρθει ένας επιστήμονας και να μου πει: έχω κάνει την τάδε ανακάλυψη, είναι πρωτοποριακή, καινούρια ιδέα, έχει αναπτυχθεί σε ένα μεγάλο εργαστήριο, έχουν ήδη κατατεθεί αιτήσεις για πατέντες κ.ο.κ. Και τότε μαζεύονται 50-100 εκατ. δολάρια, δημιουργείται μία startup καινοτομίας και αρχίζει η δουλειά. Αυτού του είδους η έρευνα δεν υπάρχει στην Ελλάδα, γιατί δεν υπάρχουν η χρηματοδότηση και οι επιστήμονες που θα φέρουν και θα αναπτύξουν τις ιδέες.
Για να φτάσει η χώρα στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει μία αναδιοργάνωση του ακαδημαϊκού χώρου, δίνοντας την κατάλληλη προσοχή στα σημεία που έχουν ιδιαίτερη σημασία. Όταν γίνει αυτό, υπάρχουν αρκετοί Έλληνες που, αν μπορούσαν, θα προτιμούσαν να είναι στην Ελλάδα και να κάνουν την εξαιρετική δουλειά που κάνουν στο εξωτερικό. Επομένως, ή δεν θα φεύγουν ή θα γυρίσουν πίσω. Και έτσι, σταδιακά θα βελτιωθεί το επίπεδο.
Εν κατακλείδι, η Ελλάδα μπορεί να γίνει κόμβος Βιοτεχνολογίας, αλλά όχι σήμερα, όσον αφορά στην ανακάλυψη φαρμάκων για σοβαρές ασθένειες. Σε υπηρεσίες στο χώρο της Βιοϊατρικής, ναι. Μπορεί να στηθεί στη χώρα, παραδείγματος χάριν, ένα εργοστάσιο παραγωγής αντισωμάτων. Έχουμε το προσωπικό, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, την υποδομή γενικότερα. Αυτό που χρειάζεται είναι να πειστεί ο CEO μιας εταιρείας να στήσει αυτό το εργοστάσιο κάπου έξω από την Αθήνα, αντί στην Ιρλανδία, για παράδειγμα.
– Πριν από ένα χρόνο, η ομάδα εργασίας για την Στρατηγική Προσέλκυσης Επενδύσεων στον τομέα της Βιοτεχνολογίας κατέθεσε στον Πρωθυπουργό τις προτάσεις της. Αν υποθέσουμε ότι οι προτάσεις αυτές υιοθετούνται, πώς «βλέπετε» την Ελλάδα σε 10 χρόνια από τώρα;
– Ουσιαστικά, με αυτήν την μελέτη προτείνονται οι δομικές αλλαγές που πρέπει να γίνουν αλλά και αλλαγές στον γενικότερο τρόπο σκέψης, προκειμένου να καταστεί η Ελλάδα ανταγωνιστική στον τομέα της καινοτομίας παγκοσμίως. Περιλαμβάνονται γενικές και ειδικές προτάσεις, που στόχο έχουν να δημιουργηθεί ένα σαφές και ευνοϊκό πλαίσιο γύρω απ’ όλες τις σχετικές διαδικασίες. Ένα σαφές νομικό πλαίσιο, ένα σαφές πλαίσιο διαχείρισης των πόρων κ.ο.κ. Μιλώντας για ανάπτυξη φαρμάκων, απαιτείται μεγαλύτερη επένδυση στη βασική επιστήμη, στην ακαδημαϊκή έρευνα, ούτως ώστε σε έναν ορίζοντα 5 – 10 χρόνων από σήμερα να υπάρχει καλύτερη οργάνωση και να έχει εξασφαλιστεί καλύτερη χρηματοδότηση. Με μια τέτοια βάση θα μπορούσαμε ίσως να δημιουργήσουμε κάτι αντίστοιχο με το Harvard, το MIT, το Cambridge, με εξειδικευμένους επιστήμονες από τους οποίους θα προκύψει μία γκάμα νέων ιδεών. Δεν αποκλείεται να το καταφέρουμε, αλλά σίγουρα δεν θα είναι κάτι εύκολο.
– Εδώ και χρόνια βάζετε το δικό σας «λιθαράκι» στον τομέα της έρευνας στην Ελλάδα, μέσω του Fondation Santé. Τι ακριβώς είναι αυτή η πρωτοβουλία και ποιο είναι το όραμά σας;
– Την πρωτοβουλία αυτή την ξεκινήσαμε, ο Σπύρος Αρταβάνης κι εγώ, εδώ και περισσότερο από μία 20ετία. Μέσω αυτού του Ιδρύματος θέλουμε να προσφέρουμε στους Έλληνες αλλά και στους ξένους επιστήμονες που είναι στην Ελλάδα και ασχολούνται με την έρευνα δύο πράγματα:
Το ένα είναι η σταθερότητα. Ξέρουν όλοι ότι κάθε Σεπτέμβρη θα γίνει μία ανακοίνωση για επιχορηγήσεις, θα καταθέσουν τα δικαιολογητικά τους μέχρι το Δεκέμβρη, θα τα αναλύσουμε μέχρι τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο και το Μάρτιο, αυτοί οι οποίοι θα επιλεγούν θα πάρουν τα χρήματα. Η σταθερότητα είναι κάτι που λείπει στην Ελλάδα.
Το δεύτερο που προσφέρουμε είναι μία εξαιρετικά αντικειμενική μέθοδο αξιολόγησης. Στην Ελλάδα, ακόμη κι αν δεν γίνεται πάντοτε, υπάρχει η υποψία ότι κάποιος δάκτυλος ή κάποιο νήμα έχει κινηθεί και δεν λαμβάνονται οι αποφάσεις αξιοκρατικά. Η επιτροπή μας, η οποία μελετά και αξιολογεί όλες αυτές τις αιτήσεις που κατατίθενται για χρηματοδότηση, απαρτίζεται από εξαιρετικά υψηλά ιστάμενους επιστήμονες ανά τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων και ανθρώπων που έχουν διακριθεί με βραβείο Νόμπελ. Η πλειονότητα αυτών δεν είναι Έλληνες, αλλά είναι πασίγνωστοι στο χώρο της Βιολογίας.
Οπότε, το να ξέρουν οι Έλληνες επιστήμονες ότι κάθε χρόνο θα υπάρχει η δυνατότητα να κάνουν μία αίτηση, η αίτησή τους θα αξιολογηθεί από έναν εξέχοντα επιστήμονα του εξωτερικού και όταν κάποιοι επιλεγούν στο τέλος για να λάβουν χρηματοδότηση, αυτό θα έχει γίνει καθαρά αντικειμενικά και αξιοκρατικά, αλλάζει όλο το περιβάλλον. Και, φυσικά, σε όσους το χρειάζονται, παρέχουμε και καθοδήγηση. Κάθε χρόνο μαζευόμαστε με όσους έχουν χρηματοδοτηθεί από εμάς για ένα διήμερο συμπόσιο, με παρουσιάσεις και συζητήσεις. Έχει δημιουργηθεί μια μικρή κοινωνία, κατά κάποιον τρόπο, με τους ανθρώπους που κατά καιρούς έχουν χρηματοδοτηθεί από το Ίδρυμα. Αυτό είναι ένα παράδειγμα προς μίμηση. Έτσι πρέπει να γίνονται όλα και όχι πίσω από κλειστές πόρτες, εν τω μέσω της νυκτός.
– Έχετε πει ότι στην επόμενη 20ετία θα σημειωθούν θρίαμβοι της επιστήμης. Σε ποια πεδία επικεντρώνεται το ενδιαφέρον;
– Καταρχάς, ο λόγος που πιστεύω ότι θα έχουμε επιτυχίες είναι γιατί ήδη έχουμε. Ασχολούμαι επαγγελματικά με την επιστήμη εδώ και 40 χρόνια. Στο διάστημα αυτό έχω δει τεράστιες επιτυχίες, δραστικές βελτιώσεις, καινούρια φάρμακα, νέες μεθόδους. Οπότε, έπεται συνέχεια.
Αν το δούμε ιστορικά, θα έλεγα ότι το πεδίο στο οποίο είχαμε καθοριστικές επιτυχίες τα προηγούμενα χρόνια είναι αυτό του καρκίνου. Γιατί το πώς διαχειριζόμαστε σήμερα τους ασθενείς με καρκίνο με το πώς τους διαχειριζόμασταν πριν από 40 χρόνια είναι η… μέρα με τη νύχτα. Έχουμε καταφέρει θανατηφόρες μορφές καρκίνου να τις καταστήσουμε, λίγο – πολύ, χρόνιες νόσους.
Όσον αφορά στο μέλλον, τα πεδία που θεωρώ ότι θα «δουν» ιδιαίτερη ανάπτυξη στα επόμενα 20-40 χρόνια είναι οι νευρολογικές και οι νευροψυχιατρικές παθήσεις. Έχουμε αρχίσει και καταλαβαίνουμε ολοένα και περισσότερο το βιολογικό υπόβαθρο όλων αυτών των λειτουργιών και κάνουμε στοχευμένες προσπάθειες. Στις 25 Απριλίου η Biogen πήρε έγκριση από τον FDA για ένα καινούριο φάρμακο για την ασθένεια αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση (ALS). Το φάρμακο δρα στοχευμένα στο μοριακό πρόβλημα που, όμως, εντοπίζεται μόνο στο 2% των ασθενών. Είναι «ορφανό» φάρμακο, δεν θα έχουμε κέρδος από αυτό, αλλά είναι μία επιστημονική επιτυχία που μας ενθαρρύνει να αναπτύξουμε παρόμοιες μεθόδους και σε άλλες ασθένειες.
– Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχετε διαγράψει μία αξιοζήλευτη πορεία. Όμως, κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις. Ποιο είναι το «τίμημα» της δικής σας επιτυχίας;
– Ειλικρινά κανένα! Κάνω αυτό που μου αρέσει να κάνω, ασχολούμαι με ανθρώπους με τους οποίους θέλω να ασχολούμαι και λύνω σοβαρά προβλήματα. Σίγουρα, το τίμημα σε αυτές τις περιπτώσεις θεωρούνται οι πολλές ώρες εργασίας και ο ελάχιστος ελεύθερος χρόνος. Ωστόσο, όταν κάνεις κάτι που σου αρέσει, το ότι δεν μπορείς να κάνεις άλλα πράγματα δεν το βιώνεις ως τίμημα.
– Το ότι αφήσατε πίσω την πατρίδα και την οικογένειά σας δεν είναι ένα «τίμημα»;
– Και ναι και όχι. Πήρα την απόφαση να φύγω από την Ελλάδα γιατί ήθελα να διευρύνω τους ορίζοντές μου. Το αν θα πετύχαινα ή όχι ήταν άσχετο με αυτήν την απόφαση. Και, επιπλέον, παρόλο που έφυγα, στην ουσία δεν έφυγα. Ειδικά τώρα, με την ραγδαία εξέλιξη των επικοινωνιών, κάνω βιντεοκλήση κάθε Κυριακή με τη μητέρα μου, έρχομαι στην Ελλάδα 4-5 φορές το χρόνο, έρχεται και η οικογένειά μου στην Αμερική, τους βλέπω όλους. Θα ήταν εξίσου πιθανό, εάν είχα πάει ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας ή κάποιας άλλης ελληνικής πόλης, να επισκεπτόμουν τη Θεσσαλονίκη κάθε 6 μήνες.
Στην αρχή, βέβαια, ήταν δύσκολο να προσαρμοστώ στο νέο περιβάλλον, αλλά ήταν τόσο έντονες οι εμπειρίες και ο ρυθμός εκμάθησης καινούριων πραγμάτων που -θυμάμαι σαν τώρα- πέρασε ένας μήνας που ήμουν στην Αμερική και με ενοχή ανακάλυψα ότι δεν μου είχε λείψει η οικογένειά μου. Ήμουν τόσο συνεπαρμένος.
– Μετά από σχεδόν μία δεκαετία στο τιμόνι της Biogen, τον ερχόμενο Ιούνιο, αναμένεται αλλαγή… σκυτάλης. Ποιο είναι το επόμενο βήμα; Υπάρχει κάποιο πλάνο;
– Καθοριστική δύναμη σε αυτά που κάνω είναι η ενασχόλησή μου με το χώρο της Βιοτεχνολογίας, με εταιρείες που ανακαλύπτουν φάρμακα. Έχω πολλαπλές σχέσεις στον τομέα αυτό, άρα απλώς θα αντικαταστήσω ένα κομμάτι του χρόνου που είχα αφιερώσει στη Biogen σε άλλες πρωτοβουλίες. Στην ουσία δεν θα αλλάξει τίποτα στην καθημερινότητά μου. Στη Biogen δεν είμαι ιδρυτής, ούτε μεγαλομέτοχος. Είχα επιλεγεί από τους μετόχους της εταιρείας για να τους εκπροσωπώ στο διοικητικό συμβούλιο και από ένα σημείο και μετά ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου. Οπωσδήποτε είναι μια θέση με μεγάλη επιρροή, αλλά είναι κάτι που κάποια στιγμή πρέπει να τελειώσει και να έρθει η ανανέωση.