Έρευνα του ΙΟΒΕ για τον ΣΦΕΕ για την φαρμακευτική αγορά στην Ελλάδα και τη συμβολή του κλάδου φαρμάκου της φαρμακοβιομηχανίας στην ελληνική οικονομία
Με ρυθμό της τάξης του 3,5% αυξάνεται η φαρμακευτική δαπάνη κάθε χρόνο καθώς ο πληθυσμός γερνάει και τα χρόνια νοσήματα γίνονται ολοένα και συχνότερα. Οι δαπάνες υγείας συνολικά φτάνουν τα 15,7 δισ. ευρώ, με τις δημόσιες δαπάνες γύρω στα 9,7 δισ. ευρώ με μια μικρή αύξηση το 2020 για την καταπολέμηση της πανδημίας.
Συγκεκριμένα η αύξηση έφτασε το 11% λόγω ταυτόχρονης μείωσης του ΑΕΠ, το οποίο αν είχε κρατηθεί στα ίδια επίπεδα παρά την πανδημία, η αύξηση θα έφτανε το 8%.
Στη χώρα μας οι ιδιωτικές πληρωμές είναι από τις υψηλότερες διεθνώς και κυρίως πρόκειται για απευθείας πληρωμές, οι οποίες αποτελούν το 8% του οικογενειακού εισοδήματος, με το ένα τρίτο να αφορά νοσοκομειακές δαπάνες και το άλλο τρίτο, φάρμακα.
Η πανδημία προκάλεσε μείωση του προσδόκιμου επιβίωσης στην Ελλάδα κατά έξι μήνες περίπου, από τα σχεδόν 82 έτη που είχε φτάσει ως το 2019, παρότι κάθε δεκαετία κερδίζουμε περίπου 1,5-2 χρόνια αύξηση στο προσδόκιμο ζωής, εξαιτίας της εξέλιξης της επιστήμης.
Με τα δεδομένα αυτά το 2060 ένας στους τρεις στην Ελλάδα θα είναι πάνω από 65 ετών.
Τα στοιχεία αυτά ανακοινώθηκαν από τον Σύνδεσμο Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) και το Ινστιτούτο Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) με αφορμή την έκδοση «Η φαρμακευτική αγορά στην Ελλάδα: Γεγονότα και Στοιχεία 2021».
Στη σχετική συνέντευξη Τύπου, ο πρόεδρος του ΣΦΕΕ Ολύμπιος Παπαδημητρίου επεσήμανε την αυξανόμενη φαρμακευτική δαπάνη συνολικά, όταν η δημόσια συμμετοχή παραμένει σταθερά στα 2 δισ. ευρώ περίπου, γεγονός που επιβαρύνει υπέρογκα την φαρμακοβιομηχανία με υποχρεωτικές επιστροφές. Έτσι, υπογράμμισε την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις για την καταγραφή των δεδομένων περίθαλψης, ώστε ο κατάλληλος ασθενής να παίρνει πάντα το κατάλληλο φάρμακο, ενώ θα πρέπει επίσης να ληφθεί μέριμνα για τους ανασφάλιστους, ώστε η κοινωνική πρόνοια να προβλέψει τα απαραίτητα κονδύλια γι’ αυτούς.
Υποχρεωτικές επιστροφές
Τόνισε πως τα φοροεισπρακτικά μέτρα έχουν ενταθεί σε μια προσπάθεια του υπουργείου Υγείας να «ωραιοποιήσει» το clawback εισάγοντας καινούριες υποχρεωτικές επιστροφές με νέα rebate, και σημείωσε πως η πολιτεία ελάχιστα έως καθόλου ασχολείται με την ποιότητα και την ποσότητα των φαρμάκων που καταναλώνονται, ενώ ταυτόχρονα κρατά σταθερή τη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη παρότι αυξάνονται οι ανάγκες, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι υποχρεωτικές επιστροφές.
Αναφερόμενος στις προοπτικές της φαρμακοβιομηχανίας στη χώρα υπογράμμισε την παντελή έλλειψη έρευνας για νέα αντιβιοτικά παρά την μικροβιακή αντοχή, λέγοντας πως μπορεί να αποτελέσει μια σημαντική παρακαταθήκη για το μέλλον ως ερευνητική κληρονομιά, ενώ δεν παρέλειψε να επισημάνει την ανάγκη για εισαγωγή στις παραγωγικές φαρμακοβιομηχανίες της χώρας η δυνατότητα παραγωγής βιολογικών φαρμάκων, όπως π.χ. τα βιοομοειδή, για τα οποία γίνονται κάποιες προσπάθειες στο πλαίσιο των επενδυτικών προγραμμάτων που έχουν ήδη καταταθεί.
Επιβάρυνση νοικοκυριών
Ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ καθηγητής Νίκος Βέττας, παρουσιάζοντας τα δεδομένα της σχετικής μελέτης τόνισε ότι ο κλάδος είναι διπλά σημαντικός για τη χώρα καθώς αποτελεί ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της δημόσιας δαπάνης, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να υπάρχουν κίνητρα για ανάπτυξη της παραγωγής. Επιπλέον όμως παρατηρούνται τα υψηλότερα ποσοστά ιδιωτικής δαπάνης και μάλιστα με απευθείας πληρωμές, που επιβαρύνουν τα νοικοκυριά τα οποία πρέπει ταυτόχρονα να αντιμετωπίσουν ανεργία της τάξης του 13-14% – έστω κι αν έχει μειωθεί σημαντικά σε σχέση με την περίοδο της οικονομικής κρίσης – καθώς επίσης και την πολύ μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού.
Ο διευθυντής έρευνας του ΙΟΒΕ, καθηγητής Άγγελος Τσακανίκας αναλύοντας τα στοιχεία της μελέτης ανέφερε πως η γήρανση του πληθυσμού επηρεάζει τη ζήτηση, και τόνισε πως μέχρι το 2019 η δημόσια δαπάνη υγείας μειώθηκε κατά 33%, έχοντας υποχωρήσει κατά 1500 ευρώ σε επίπεδο κατά κεφαλήν δαπάνης, πολύ περισσότερο από τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, καλύπτοντας το 62% της συνολικής χρηματοδότησης σε ποσό που αντιστοιχεί στο 8,7% του ΑΕΠ.
Με τον κλειστό προϋπολογισμό της φαρμακευτικής δαπάνης στα 2 δισ. περίπου τα τελευταία χρόνια, η συμμετοχή της φαρμακοβιομηχανίας έχει φτάσει το 1,3 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα να αποτελεί την υψηλότερη συμμετοχή από κάθε άλλη χώρα. Αντίστοιχα η άμεση αγορά φαρμάκων από τους ασθενείς υπολογίζεται σε 521 εκατ. ευρώ, για συνταγογραφούμενα φάρμακα.
Σε ότι αφορά τα γενόσημα, έχουν φτάσει το 36,2% σε ποσότητες, παραμένοντας πιο χαμηλά από τις άλλες χώρες και όντας λίγο πιο ακριβά από άλλες χώρες. Στην αύξηση της χρήσης των γενοσήμων συνέβαλε και η λήξη της προστασίας πατέντας πολλών φαρμάκων.
Διπλάσια παραγωγή
Την τελευταία 10ετία, ο κλάδος της φαρμακοβιομηχανίας στη χώρα έχει σχεδόν διπλασιάσει την παραγωγή του (κατά 84% σε σύγκριση με το 2010), φθάνοντας το 7% του ΑΕΠ με αποτέλεσμα να γίνεται ορατός συνολικά για τη βιομηχανία της χώρας. Παρότι οι εισαγωγές το 2021 μειώθηκαν κατά 4,5%, σταθεροποιήθηκαν οι εξαγωγές στα 4,5 δισ. ευρώ, διατηρώντας ένα έλλειμμα στο ισοζύγιο εισαγωγών ύψους 1,5 δισ. ευρώ.
Για το θέμα, ο γενικός διευθυντής του ΣΦΕΕ Μιχάλης Χειμώνας επεσήμανε ότι κατά την έναρξη της πανδημίας στην Ελλάδα δεν παρατηρήθηκαν ελλείψεις βασικών φαρμάκων, όπως συνέβη στην υπόλοιπη Ευρώπη, εξαιτίας της δραματικής μείωσης της παραγωγής στο ευρωπαϊκό έδαφος και πρόσθεσε ότι στόχος τώρα της Ευρώπης είναι η επαναφορά της παραγωγής έναντι των ΗΠΑ και της Άπω Ανατολής.
Προστιθέμενη αξία
Ο κ. Τσακανίκας, εστιάζοντας στην προστιθέμενη αξία της φαρμακοβιομηχανίας στην οικονομία είπε ότι για κάθε ευρώ που δαπανάται στο φάρμακο δημιουργούνται άλλα 2,2 ευρώ στην οικονομία της χώρας, ενώ υποστηρίζονται 123.000 θέσεις εργασίας προσωπικού υψηλής κατάρτισης. Παράλληλα τα φορολογικά έσοδα φτάνουν το 1,5 δισ. ευρώ.
Αναφέρθηκε επίσης στην ανάγκη ψηφιακού μετασχηματισμού της υγείας, διότι επιτρέπουν εξοικονομήσεις κόστους, χωρίς να θίγεται η παροχή υπηρεσιών.