Χωρίς απάντηση παραμένει η ερώτηση ποια συγκεκριμένα αντισώματα προστατεύουν από την επαναμόλυνση με τον SARS-CoV-2, τα επίπεδά τους αλλά και την διάρκεια της προστασίας τους. Τα τεστ αντισωμάτων δεν διασφάλισαν έναν έλεγχο από τους εμβολιασμένους για την αποτελεσματικότητα του εμβολίου και για τον εάν θα έπρεπε να κάνουν αναμνηστική δόση.
Τα ενδεχόμενα προβλήματα και λάθη σχετικά με την εκτίμηση της ανοσίας έναντι του SARS–CoV-2 με βάση τα τεστ αντισωμάτων αναδείχθηκαν σε άρθρο στο περιοδικό JAMA. Οι καθηγητές του ΕΚΠΑ Ουρανία Τσιτσιλώνη, Ευάγγελος Τέρπος, Ιωάννης Τρουγκάκος και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα βασικά σημεία του άρθρου.
Άδεια Χρήσης Έκτακτης Ανάγκης (EUA) από τον FDA των ΗΠΑ έλαβαν τεστ που δεν έχουν την δυνατότητα να εντοπίσουν την προστασία έναντι του ιού με βάση τα επίπεδα των μετρούμενων αντισωμάτων. Στις ανακοινώσεις του FDA τονίζονται τα εξής :
- Ορισμένα τεστ ανιχνεύουν αντισώματα που παράγει το ανοσοποιητικό σύστημα μόνο μετά από φυσική μόλυνση με τον ιό. Συνεπώς, εμβολιασμένοι θα μπορούσαν να είναι αρνητικά για αυτά τα αντισώματα, παρά το γεγονός ότι μετά τον εμβολιασμό έχουν αποκτήσει ανοσία.
- Το τεστ αντισωμάτων δεν σχεδιάστηκαν για να αξιολογήσουν την ανοσία και τα προστατευτικά αντισώματα, όπως και τα προστατευτικά επίπεδά τους δεν έχουν ακόμα καθοριστεί. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι τα αντισώματα που αναγνωρίζουν την πρωτεΐνη-ακίδα (S) του SARS-CoV-2 (ιδιαίτερα τα εξουδετερωτικά), συσχετίζονται με την προστασία. Ωστόσο, δεν υπάρχει σαφές επίπεδο («τίτλος») που εξασφαλίζει την πλήρη προστασία. Στο Ισραήλ, για παράδειγμα, από τους περίπου 1500 εμβολιασμένους υγειονομικούς με το εμβόλιο BNT162b2 (Pfizer-BioNTech), οι 39 που μολύνθηκαν (έχοντας λάβει και τη δεύτερη δόση του εμβολίου), είχαν χαμηλότερα επίπεδα εξουδετερωτικών αντισωμάτων από αυτούς που δεν μολύνθηκαν. Συνεπώς, τα υψηλά επίπεδα εξουδετερωτικών αντισωμάτων είναι μια σημαντική παράμετρος, αλλά το πώς καθορίζεται το «επαρκώς υψηλά» είναι άγνωστο.
- Ορισμένα τεστ δίνουν απλώς ένα θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα, χωρίς τιμές αντισωμάτων. Αυτά που είναι ποσοτικά, χρησιμοποιούν διαφορετικές μεθόδους, ανιχνεύουν διαφορετικές κατηγορίες αντισωμάτων και προσδιορίζουν τιμές με διαφορετικές μονάδες μέτρησης. Για να καθοριστούν συνεπώς όρια προστασίας, τα τεστ πρέπει να τυποποιηθούν και να βαθμονομηθούν, όπως έχει γίνει με τα τεστ αντισωμάτων για άλλα νοσήματα που προλαμβάνονται με εμβόλια, όπως ο τέτανος, η διφθερίτιδα και η ιλαρά. Προς το παρόν, μόνο ένα βαθμονομημένο, σύμφωνα με το πρότυπο αναφοράς του ΠΟΥ τεστ αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2, είναι εμπορικά διαθέσιμο, αυτό της Ortho-Clinical Diagnostics.
- Η μέτρηση των εξουδετερωτικών αντισωμάτων απαιτεί πολύπλοκα τεστ με ζωντανό ή αδρανοποιημένο ιό που γίνονται μόνο σε λίγα εργαστήρια. Προς το παρόν, δεν είναι διαθέσιμα για ευρεία διαγνωστική χρήση.
- Τα κυκλοφορούντα αντισώματα δεν δίνουν την πλήρη εικόνα της ανοσίας έναντι του SARS-CoV-2. Φτάνουν στην κορύφωση τους 2-3 μήνες μετά τη φυσική μόλυνση ή τον εμβολιασμό, αλλά στη συνέχεια αρχίζουν να μειώνονται. Το ανοσολογικό στοιχείο που σχετίζεται με την προστασία είναι τα Β και τα Τ κύτταρα μνήμης, που «θυμούνται» ότι έχουν ξαναδεί την πρωτεΐνη-ακίδα του SARS–CoV-2. Οι μέχρι τώρα μελέτες δείχνουν ότι τα κύτταρα μνήμης παραμένουν για τουλάχιστον 6-8 μήνες και ενεργοποιούνται προστατεύοντας τον οργανισμό από σοβαρή COVID-19 στην περίπτωση επαναμόλυνσης.