Για το φαρμακείο του αύριο, για το τι πρέπει να πράξουν οι φαρμακοποιοί αλλά και η Πολιτεία έτσι ώστε η παροχή των υπηρεσιών από τα φαρμακεία να έχει επιτυχία, διάρκεια και προοπτική, για τη διείσδυση των γενοσήμων, για τις ελλείψεις αλλά και για κριτική των ασθενών όσον αφορά στις αυξήσεις τιμών, μας μίλησε ος Βαρδιάμπασης Κωνσταντίνος, Φαρμακοποιός ΕΚΠΑ, πρόεδρος Φαρμακευτικού Συλλόγου Ρεθύμνου.
Tι απαιτεί από τους εκπροσώπους του κλάδου αλλά και από την Πολιτεία, το φαρμακείο του αύριο για να είναι ένα επιτυχημένο εγχείρημα, με βάση και τα δεδομένα έτσι όπως αυτά έχουν αναδιαμορφωθεί στο εξωτερικό;
Το φαρμακείο της κοινότητας πάντα ήταν ο πρώτος σταθμός στον οποίο απευθυνόταν ο ασθενής για ήπια προβλήματα υγείας και για συμβουλές σχετικά με την υγεία του. Η χρονική οριοθέτηση του σύγχρονου τρόπου λειτουργίας των φαρμακείων στην Ελλάδα ξεκινάει με την ίδρυση του ασφαλιστικού συστήματος, οπότε γίνεται η μετάβαση του έργου του φαρμακοποιού από την παρασκευή φαρμάκων στη διάθεση σκευασμάτων με διεκπεραίωση συνταγών ασφαλιστικών ταμείων. Η ανάπτυξη της φαρμακοβιομηχανίας, η είσοδος όλο και περισσότερων θεραπευτικών επιλογών στη φαρέτρα της ιατρικής, δημιουργεί μια νέα ανάγκη που αναδιατάσσει την εργασία του φαρμακοποιού, δίνοντας έμφαση στην ασφαλή, αξιόπιστη, γρήγορη διάθεση του σκευάσματος, παράλληλα με τη συμβουλή για τη σωστή και χρήση του. Έτσι, το φαρμακείο είναι ο τόπος που η φαρμακευτική επιστήμη συναντά τον τελικό αποδέκτη της. Ωστόσο, οι ραγδαίες εξελίξεις της φαρμακευτικής επιστήμης, της σύγχρονης τεχνολογίας και ειδικά των ηλεκτρονικών και διαδικτυακών μέσων που δίνουν τη δυνατότητα ταχύτατης και ελεύθερης πρόσβασης στην πληροφορία, φαίνεται να επηρεάζουν και το έργο του φαρμακοποιού της κοινότητας. Έτσι το φαρμακείο από «φαρμακοκεντρικό» αρχίζει να γίνεται «ασθενοκεντρικό» και αυτό είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο.
Η μεγάλη πορεία του φαρμάκου, από την έρευνα, την ανάπτυξη, τις κλινικές μελέτες, τις εγκρίσεις από οργανισμούς, τη βιομηχανική παραγωγή, έως την ένταξη σε συστήματα αποζημίωσης, την επίβλεψη αλληλεπιδράσεων και παρενεργειών, την ιατρική συνταγογράφηση, τους τρόπους φύλαξης και διάθεσης, χρειάζεται ένα τελικό όχημα για την εφαρμογή του τελικού του σκοπού, δηλαδή τη λήψη από τον ασθενή.
Αυτό το «όχημα» είναι ο φαρμακοποιός της κοινότητας.
Στο επίπεδο των υπηρεσιών, πώς θα μπορούσε να ενισχυθεί (θεσμικά και οικονομικά) η παρουσία του Φαρμακείου, που έχει αποδείξει ότι αποτελεί Πυλώνα της Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης; Ποιες υπηρεσίες θα μπορούσαν να γίνουν πράξη εντός των καταστημάτων;
Η αναδιάταξη αυτή του έργου του φαρμακοποιού δεν είναι, ωστόσο, ούτε εύκολο ούτε άνευ κόστους ζήτημα. Η βέλτιστη εξυπηρέτηση των αναγκών των ασθενών, απαιτεί και ουσιαστική αναβάθμιση του προπτυχιακού προγράμματος σπουδών με έμφαση στην πρόληψη και τη διαχείριση χρονίων παθήσεων, ποιοτική δια βίου εκπαίδευση, και θεσμοθέτηση των υπηρεσιών των φαρμακοποιών σε ένα οργανωμένο – συντεταγμένο σύστημα πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, και βιώσιμη αποζημίωση του έργου του φαρμακοποιού σε κάθε έκφανση, από τη διάθεση φαρμάκων έως την παροχή υπηρεσιών. Δυστυχώς, φαίνεται ότι οι ανάγκες του σύγχρονου ασθενή σε συνδυασμό με τις επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις, προηγούνται χρονικά των όποιων σχεδιασμών που αφορούν το σύστημα υγείας. Σε αυτούς τους σχεδιασμούς είναι απολύτως απαραίτητη η ενεργός συμμετοχή των Συνδικαλιστικών οργάνων των φαρμακοποιών, παράλληλα με κατανόηση από την πλευρά της πολιτείας της σημασίας των εγχειρημάτων και θέληση για ουσιαστική στήριξη μιας βιώσιμης φαρμακευτικής πολιτικής. Σε διαφορετική περίπτωση, θα έχουμε ημίμετρα τα οποία θα έπονται των εξελίξεων (όσο επιτακτικές και αν είναι αυτές όπως στο παρελθόν η πανδημία).
Στο πλαίσιο αυτό, ειδικά για τη χώρα μας, είναι πλέον σαφές πως πρέπει να μιλήσουμε καταρχήν :
- Για απαγκίστρωση της φαρμακευτικής δαπάνης από τα μνημονιακά μέτρα περιστολής, τα οποία έχουν οδηγήσει στο άλλο άκρο από αυτό της σπατάλης, δηλαδή στις σοβαρές ελλείψεις αναντικατάστατων φαρμάκων, σε μη βιώσιμα περιθώρια κέρδους στο χονδρεμπόριο και σε ορισμένες κατηγορίες συνταγογραφούμενων φαρμάκων στο φαρμακείο (κλίμακες ποσοστού κέρδους).
- Για βέλτιστη διαχείριση ηλεκτρονικών μέσων και εξάλειψη της «ηλεκτρονικής γραφειοκρατίας», κάτι για το οποίο η χώρα μας φημίζεται. Αν παρατηρήσει κανείς τι συμβαίνει στην καθημερινότητα του φαρμακείου τα τελευταία χρόνια θα διαπιστώσει πως κάθε τόσο κάνουμε ένα βήμα εμπρός και δυο βήματα πίσω.
- Για συγκεκριμένα μέτρα στήριξης της μικρής επιχείρησης, στο ασφυκτικό οικονομικό περιβάλλον της χώρας, ειδικά στην περίπτωση του φαρμακείου όπου το «κοινό όφελος» αποτελεί προστιθέμενη αξία στην κατεύθυνση της διασφάλισης της δημόσιας υγείας.
- Για θεσμική θωράκιση των θεμελίων του φαρμακευτικού επαγγέλματος (ιδιοκτησιακό καθεστώς, ωράριο κλπ) μακριά από αποτυχημένες ιδεοληψίες περί «απελευθερώσεων» (ουσιαστικά απορρυθμίσεων) που παλινωδούν χωρίς κανένα όφελος για τη Δημόσια Υγεία και τον ασθενή. Το εύρος και το μέγεθος της αποτυχίας φαίνεται μάλιστα από τις ανά τακτά χρονικά διαστήματα νομοθετικές παρεμβάσεις, που προσπαθούν να μετριάσουν τη ζημία που οι αρχικές εμπνεύσεις επέφεραν.
Ειδικότερα για το πολυσυζητημένο θέμα των «Υπηρεσιών», μπορούμε ίσως να τις κατηγοριοποιήσουμε σε τρεις βασικούς άξονες καταρχήν :
1.Φαρμακευτική Φροντίδα. Αποτελεί μια διακριτή υπηρεσία, αν και στοιχεία της δανείζονται και πολλές άλλες υπηρεσίες. Είναι μια φιλοσοφία, μια πρακτική με συγκεκριμένες διαδικασίες, που απαιτεί χρόνο, γνώση, εκπαίδευση, οργανωτικό πλαίσιο, υλικούς – οικονομικούς – ανθρώπινους πόρους.
2.Υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Έχουν ως σκοπό την παρακολούθηση, διατήρηση και βελτίωση της υγείας του ανθρώπου. Οι υπηρεσίες περιλαμβάνουν την προαγωγή της υγείας, την πρόληψη της νόσου, τη διάγνωση, τη θεραπεία, την ολοκληρωμένη φροντίδα και τη συνέχεια αυτής. Το Κράτος έχει την ευθύνη για την παροχή ποιοτικών υπηρεσιών Π.Φ.Υ. στο σύνολο του πληθυσμού, με σεβασμό στα δικαιώματα και τις ανάγκες του. Πρακτικά, η συμμετοχή των φαρμακοποιών στην ΠΦΥ αφορά εξειδικευμένες υπηρεσίες που μπορεί να είναι συναφείς με τη φαρμακευτική φροντίδα αλλά και διακριτές και να αφορούν ενδεικτικά :
- Ανίχνευση νοσημάτων και συμβουλευτική – παραπομπή (π.χ. υπέρταση, διαβήτης)
- Ενημέρωση και εκπαίδευση του ασθενούς στη χρήση αυτοδιαγνωστικών test
- Αντιμετώπιση ήπιας συμπτωματολογίας έκτακτων περιστατικών (ΜΗΣΥΦΑ, συμπληρωματα διατροφής)
- Παροχή α’ βοηθειών
- Συμβουλευτική στην ορθή χρήση ιατροτεχνολογικών συσκευών
- Επίβλεψη φαρμακοθεραπείας χρονίως πασχόντων, συμβουλευτική σε νεότερης γενιάς φαρμακευτικές αγωγές.
3. Δημόσια Υγεία. Υπηρεσίες που αφορούν τη Δημόσια Υγεία : Διενέργεια εμβολιασμού (θεσμοθέτηση αντιγριπικού & αντιτετανικού εμβολιασμού, αλλά και πλέον διενέργεια του συνόλου των εμβολίων του Ε.Π.Ε. σε ενήλικες). Διερεύνηση εμβολιαστικών αναγκών ενηλίκων.
Καμπάνιες ενημέρωσης του κοινού για θέματα υγείας σε συνεργασία των Φαρμακευτικών Συλλόγων με περιφερειακές Διευθύνσεις Δημόσιας Υγείας
Για κάθε υπηρεσία που παρέχουν οι φαρμακοποιοί, προκειμένου να έχει επιτυχία, διάρκεια και προοπτική, είναι απαραίτητo να λαμβάνονται υπόψιν :
- Οι Ανάγκες (φαρμακοποιών-ασθενών-συστήματος υγείας)
- Το Θεσμικό σκέλος
- Η Εκπαίδευση
- Ο Σχεδιασμός – η οργάνωση –οι διαδικαστικές λεπτομέρειες υλοποίησης
- Η Αποζημίωση
Τέλος, θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο πως η παροχή υπηρεσιών από τον φαρμακοποιό της κοινότητας αποτελεί μια διεθνή πραγματικότητα η οποία έχει αναβαθμίζει το ρόλο του φαρμακοποιού στο σύστημα υγείας, ωστόσο δεν αποτελεί υποκατάσταση υπηρεσιών άλλων υγειονομικών κλάδων. Σε ένα σωστά δομημένο σύστημα πρωτοβάθμιας φροντίδας, άλλωστε, είναι απαραίτητη η διεπαγγελματική συνεργασία των υγειονομικών με διακριτά όρια στα πεδία ευθύνης και παρέμβασης. Επομένως, οι φαρμακοποιοί ουδεμία πρόθεση έχουμε να αντικαταστήσουμε το έργο άλλων επαγγελματιών υγείας, όμως είμαστε έτοιμοι να διαθέσουμε τον συνδυασμό της επιστημονικής κατάρτισής μας με την άριστη γεωγραφική διασπορά του δικτύου των φαρμακείων, στην υπηρεσία των ασθενών και της δημόσιας υγείας.
Βασικό μέλημα της Πολιτείας είναι η αύξηση της διείσδυσης των γενοσήμων. Πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτό και ποιο ρόλο θα μπορούσαν να διαδραματίσουν τα φαρμακεία;
Μια από τις εκφάνσεις της φαρμακευτικής πολιτικής που έχει απασχολήσει για πάνω από δεκαετία τον χώρο μας είναι η πολιτική διείσδυσης των γενοσήμων. Αν και υπολοιπόμαστε σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, φαίνεται πως πλέον οι ασθενείς έχουν ξεπεράσει σε ένα βαθμό τις φοβίες του παρελθόντος, οι οποίες βέβαια εδραιώθηκαν εξαιτίας κακών επικοινωνιακών χειρισμών από πλευράς κυβερνήσεων αλλά και από υπερβολές μέρους της συνδικαλιστικής ηγεσίας της ιατρικής κοινότητας. Ωστόσο, το σύστημα αποζημίωσης και υπολογισμού της συμμετοχής του ασθενούς έχει γίνει αρκετά περίπλοκο, το ύψος του οφέλους δεν είναι συχνά ξεκάθαρο στον ασθενή και ειδικά οι χρονίως πάσχοντες δυσκολεύονται να αλλάξουν μια θεραπεία που λαμβάνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα με σταθερότητα. Επιπροσθέτως, οι φαρμακοποιοί είναι αντιμέτωποι με ένα κωμικοτραγικό σύστημα επιβράβευσης (Bonus γενοσήμων) το οποίο πρακτικά δεν λειτουργεί και με ένα άδικο σύστημα προστίμων (επιβάρυνση 0,4% επί της λιανικής τιμής για κάθε πρωτότυπο σκεύασμα που δίδεται σε συνταγή). Είναι φανερό πως ειδικά από την πλευρά της πολιτικής ηγεσίας η πολιτική γενοσήμων έχει αντιμετωπιστεί νομοθετικά με ημίμετρα, που διόλου δεν διευκολύνουν την επίτευξη του στόχου. Τα οικονομικά μέτρα πρέπει να είναι απλά, σαφή, εφαρμόσιμα, ώστε να επιτυγχάνεται το τελικό όφελος.
Φαρμακεία και ελλείψεις. Σε τι κατάσταση βρίσκεται σήμερα η ελληνική αγορά και τελικά ποιος ευθύνεται για την απουσία φαρμάκων στην αγορά;
Αν και έχουμε περάσει από τον οραματισμό στα πρώτα βήματα στην κατεύθυνση της εξέλιξης του επαγγέλματος με την παροχή νέων υπηρεσιών, αν και έχουμε αφιερώσει σημαντικό μέρος της δραστηριότητάς μας στην υποστήριξη του ασθενή, το σημαντικότερο πρόβλημα των τελευταίων ετών, εκείνο για το οποίο ο κάθε φαρμακοποιός της χώρας θα παραπονεθεί και θα το θέσει υψηλότερα από όλα τα προβλήματα στην κατάταξη προς άμεση επίλυση, είναι αυτό των ελλείψεων. Πώς είναι δυνατόν να αφιερωθεί ο φαρμακοποιός στην ουσία της δουλειάς του, στη βέλτιστη συμβουλευτική προς τον ασθενή, όταν χάνει αμέτρητες εργατοώρες αναζητώντας ελλειπτικά φάρμακα; Και πώς είναι δυνατόν να θεωρεί η πολιτεία πως μπορεί να συνεχίζει να πορεύεται αφήνοντας την «ελεύθερη αγορά» να εξαντλεί σε κατώτατα επίπεδα, κάτω από τα όποια όρια ασφαλείας, όλα εκείνα τα σημαντικά φάρμακα που λείπουν από τα φαρμακεία μας ;
Η απάντηση δεν είναι προφανώς πως όλα λύνονται εύκολα, αλλά για αυτό είναι απαραίτητη μια δέσμη μέτρων, αλλά και η παραδοχή πως πχ το χονδρεμπόριο δεν είναι βιώσιμο με το ελάχιστο ποσοστό κέρδους που του έχει δοθεί και έτσι δικαιολογεί την ανάγκη εξαγωγών. Η εγχώρια παραγωγή φαρμάκων επίσης, δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίσει ελλείψεις σε φάρμακα πρωτότυπα ή σε γενόσημα στα οποία η παγκόσμια παραγωγή εμφανίζει δυσλειτουργίες. Πρέπει να γίνει σαφές πως οι ελλείψεις φαρμάκων δεν είναι εργαλείο (αθέμιτου) ανταγωνισμού, δεν είναι τρόπος βελτίωσης δεικτών εμπορικού ισοζυγίου, δεν είναι ένα μικρό πρόβλημα ενός μεμονωμένου υγειονομικού κλάδου. Είναι ένα σοβαρότατο εθνικό πρόβλημα που χρήζει οργανωμένης και όχι ευκαιριακής αντιμετώπισης. Με αυτές τις παραδοχές, είναι απαραίτητο να χτιστεί ένα ολιστικό πλαίσιο διασφάλισης επάρκειας φαρμάκων στη χώρα, αντί για ένα σύστημα που ετεροχρονισμένα, εκ των υστέρων και όχι προληπτικά, κυνηγάει να ισορροπήσει την εκάστοτε εμφανιζόμενη έλλειψη φαρμάκου.
Οι ελλείψεις φαρμάκων, επίσης, δεν είναι γεγονός άσχετο με τν φαρμακευτική δαπάνη. Πολλά από τα φάρμακα που είναι υπό «εξαφάνιση» έχουν αξία που αγγίζει τα όρια του ευτελισμού. Η λογική της πρόσφατης αναθεώρησης τιμών συνταγογραφούμενων φαρμάκων κινείται στην κατεύθυνση της προστασίας των φαρμάκων αυτών. Έχουμε βιώσει στο πρόσφατο παρελθόν παραδείγματα φαρμάκων που έφυγαν εντελώς από τη χώρα, μόνο και μόνο επειδή η τιμή τους έπιασε κατώτατα όρια, ενώ την τρέχουσα περίοδο – για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα – δεν υπάρχει φαρμακοποιός που να μην αναζητά οφθαλμική αλοιφή συνδυασμού κορτιζόνης / αντιβίωσης.
Φαρμακευτική δαπάνη. Ποιες είναι οι αντιδράσεις του κόσμου στις αυξήσεις τιμών και τελικά ποιο είναι το εύρος τους; Παρά τις αυξήσεις το κύμα φυγής φθηνών φαρμάκων από την αγορά συνεχίζεται;
Σε γενικότερη θεώρηση, εκείνο που οφείλουν οι πολιτικές υγείας να αποδεχθούν είναι πως ο όρος «Δαπάνη» εννοιολογικά κινείται μεταξύ αποπροσανατολισμού και λανθασμένης κατάτμησης ενός ολιστικού συστήματος υγείας. Το φάρμακο δεν είναι «Δαπάνη». Αντιθέτως, η ορθή και έγκαιρη φαρμακευτική παρέμβαση στην οξεία νόσο είναι εξοικονόμηση από δαπάνες δευτεροβάθμιας περίθαλψης, και η ορθή φαρμακευτική διαχείριση χρόνιας νόσου είναι εξοικονόμηση από δευτερογενείς δαπάνες δυσμενών φαινομένων αλυσιδωτών επιπτώσεων σε πρόσθετα συστήματα του οργανισμού.
Στο σκέλος της πρόληψης, μάλιστα, πώς είναι δυνατόν να μιλάμε για «Δαπάνη» όταν πχ συζητάμε για τα εμβόλια ; Ενδεικτική αναφορά : Σε μελέτη του 2012 για τον ετήσιο οικονομικό αντίκτυπο της γρίπης, υπολογίσθηκε πως το 2010 συνολικά στις Η.Π.Α. καταγράφηκαν 25,34 εκατομμύρια κρούσματα, που αντιστοιχούν στο 8,1% του πληθυσμού. Το συνολικό ετήσιο κόστος της ασθένειας ανήλθε στο ιλιγγιώδες ποσό των 29,12 δισεκατομμυρίων δολαρίων,που ήταν περίπου το 0,2% του ΑΕΠ των ΗΠΑ το 2010! Από αυτά, το 65% αφορά τα έμμεσα κόστη (απώλεια παραγωγικότητας λόγω απουσίας από την εργασία και θάνατος σε παραγωγική ηλικία) και το 35% αφορά τα ιατρικά κόστη. Είναι επομένως σωστό να μιλάμε για «Φαρμακευτική Δαπάνη» όταν αναφερόμαστε για παράδειγμα στον εμβολιασμό;
Έτσι, είναι σημαντικό να γίνει σαφές πως το φάρμακο είναι επένδυση. Επένδυση στην υγεία, στην οικονομία, στο ασφαλιστικό σύστημα, στην ποιότητα ζωής.
Από πλευράς ασθενών, η αντίληψη πλέον για το φάρμακο συνοψίζεται στο εξής: «Το κράτος πληρώνει όλο και λιγότερα, ο ασθενής πληρώνει όλο και περισσότερα». Ειδικά το τελευταίο διάστημα, με την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των συμμετοχών, με την έξοδο όλο και περισσότερων φαρμάκων από τη θετική λίστα και με τις διαρκείς αυξήσεις στα ΜΗ.ΣΥ.ΦΑ., εν μέσω μάλιστα πληθωριστικής έκρηξης που πλήττει συνολικά την κοινωνία, παρατηρούμε την αντικειμενική δυσκολία αρκετών συμπολιτών μας και ειδικά χαμηλοσυνταξιούχων που λαμβάνουν και αρκετά φάρμακα, να αντεπεξέλθουν στα υγειονομικά κόστη.
Τέλος, είναι σημαντικό να μην παραλείπουμε πως η φαρμακευτική πολιτική είναι άμεσα συνδεδεμένη με την κατάσταση του ασφαλιστικού. Και έτσι, αν καταφέραμε να κρατήσουμε έστω και οριακά ζωντανή τη φαρμακευτική περίθαλψη στη χώρα μετά από τα μνημόνια και την πανδημία, θα πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προβληματισμένοι για τη νέα μεγάλη «βόμβα», που φυσικά αποτελεί εθνικό ζήτημα. Το Δημογραφικό πρόβλημα αποτελεί ίσως το σημαντικότερο πρόβλημα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η χώρα στην ερχόμενη δεκαετία και το οποίο θα έχει άμεση επίπτωση στο ασφαλιστικό, στο σύστημα υγείας και στη φαρμακευτική περίθαλψη.
Πηγή: iatronet.gr