Τη μεγάλη απόσταση που καλείται να διανύσει η χώρα μας προκειμένου να επουλωθούν οι πληγές που προκάλεσε στο Εθνικό Σύστημα Υγείας η δεκαετής οικονομική κρίση, καταδεικνύει μελέτη που παρουσίασε το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών – ΙΟΒΕ.
Στα αξιοσημείωτα της έρευνας, είναι οι επισημάνσεις για την απουσία λογιστικών καταστάσεων που ενισχύει την εικόνα της αδιαφάνειας στα νοσοκομεία αλλά και η προβληματική σχέση μεταξύ γιατρών και νοσηλευτών στην χώρα μας η οποία το 2021 διέθετε τον μεγαλύτερο αριθμό γιατρών ανά 1.000 κατοίκους (6,3) και ταυτόχρονα τον μικρότερο αριθμό νοσηλευτών (3,8) ανάμεσα στα μέλη του ΟΟΣΑ.
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ για τα οικονομικά των δημόσιων νοσοκομείων στην Ελλάδα, η περίοδος πριν από την πανδημία χαρακτηρίζεται από πτώση της χρηματοδότησης για δαπάνες υγείας στην Ελλάδα, σε αντίθετη πορεία από το σύνολο της ΕΕ. H συνολική χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας το 2021 σε σύγκριση με το 2009 είναι αυξημένη κατά 28,6% στην ΕΕ, ενώ στην Ελλάδα την ίδια περίοδο καταγράφεται μείωση σε ποσοστό 22,1%. Η δημόσια χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας είναι αυξημένη κατά 32,7% στην ΕΕ, ενώ στην Ελλάδα η μείωση προσεγγίζει το 29,2%.
Η μελέτη του ΙΟΒΕ που φέρει τον τίτλο «Ανάλυση των οικονομικών μεγεθών των δημόσιων νοσοκομείων της Ελλάδας» χρησιμοποιεί και αναλύει ένα δείγμα 828 συνολικά οικονομικών καταστάσεων για την περίοδο 2012-2020 που καταρτίζονται με στοιχεία που προέρχοντα από περίπου 90 νοσοκομεία. Επισημαίνεται όμως ότι η απουσία λογιστικών καταστάσεων από μεγάλες νοσοκομειακές μονάδες της χώρας, όπως Γ.Ν.Α Ο Ευαγγελισμός, Γ.Ν.Α Αλεξάνδρα, Γ.Ν. Μαιευτήριο Αθηνών «Έλενας Βενιζέλου», Γ.Ν.Α «Γ. Γεννηματάς», Γ.Ν. Αττικής «Σισμανόγλειο», Γ.Ν. Δυτ. Αττικής, Γ.Ν. Θες/νίκης «Γ. Γεννηματάς», κ.ά. καταδεικνύει την έλλειψη διαφάνειας σε έναν κρίσιμο τομέα του δημόσιου συστήματος υγείας.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η χρήση της λογιστικής του δεδουλευμένου, δηλαδή της μεθοδολογίας καταχώρισης των εσόδων – εξόδων, θα είχε ως αποτέλεσμα τη βελτίωση του συστήματος κοστολόγησης με πολλαπλά οφέλη για το ΕΣΥ, τη δημιουργία «έξυπνων» νοσοκομείων με την παράλληλη χρήση τεχνολογικών συστημάτων που θα βελτιώσουν παρεχόμενες υπηρεσίες και τη διαχείριση κόστους όπως επίσης και τη βελτίωση των συστημάτων εφοδιαστικής αλυσίδας που να παρακολουθούν καλύτερα την αποθήκη φαρμάκων και το ιατρικό υλικό κ.ο.κ.
Ακολουθούν τα βασικά ευρήματα για το σύστημα υγείας στην Ελλάδα της μελέτης του ΙΟΒΕ:
–Ο αριθμός των νοσηλευτικών μονάδων και κλινικών δευτεροβάθμιας φροντίδας υποχώρησε σε 267 το 2021, από 302 το 2012. Η μείωση οφείλεται κυρίως στην πτώση του αριθμού ιδιωτικών κλινικών, από 164 το 2012 σε 139 το 2021. Μείωση του αριθμού νοσοκομείων καταγράφεται στις περισσότερες χώρες της ΕΕ την περίοδο 2016-2021.
–1η (Αττικής), 2η (Πειραιώς και Αιγαίου) και 6η (Πελοποννήσου, Ιονίων Νήσων, Ηπείρου και Δυτικής Ελλάδας) ΥΠΕ διαθέτουν τα περισσότερα νοσοκομεία, μαζί αντιστοιχούν στο 60% του συνολικού αριθμού δημόσιων νοσοκομείων.
– Σε όρους αριθμού νοσοκομείων ανά 1 εκατ. κάτοικους, η Ελλάδα βρίσκεται πάνω από τη μέση της κατάταξης των χωρών της ΟΟΣΑ-ΕΕ (10η θέση σε 22 χώρες).
– Χαμηλότερα από τον μ.ο. της Ε.Ε. 27 (525 κλίνες ανά 100.000 κατοίκους) βρίσκεται η Ελλάδα με 427 διαθέσιμες κλίνες ανά 100.000 κατοίκους (2021). Οι συνολικές διαθέσιμες κλίνες στην Ελλάδα στο τέλος του 2021 διαμορφώθηκαν σε 48,9 χιλ. έναντι 52,4 χιλ. το 2010.
– Στα €16,7 δισεκ. ευρώ διαμορφώνεται η συνολική χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας μειωμένη κατά 25% σε σύγκριση με το 2009. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια καταγράφεται αντιστροφή της πτωτικής τάσης κυρίως λόγω της αύξησης της δημόσιας χρηματοδότησης κατά €1,9 δισεκ. (€10,4 δισεκ. το 2021 έναντι €8,5 δισεκ. το 2015).
– Σημαντική υποχώρηση στη χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας (%) στην Ελλάδα έναντι αύξησης στην ΕΕ. Η ετήσια δημόσια μεταβολή δαπανών σε σταθερές τιμές, σωρευτικά για την περίοδο 2009 – 2021 διαμορφώνεται στο -29,2% στην Ελλάδα έναντι +32,7% στην ΕΕ. Οι δαπάνες υγείας των εγχώριων νοικοκυριών ανέρχονται στο 8,1% των συνολικών δαπανών τους το 2021, από 6,5% το 2009. Αύξηση του ποσοστού της φαρμακευτικής περίθαλψης στις δαπάνες υγείας των νοικοκυριών σε 31,3% το 2021, από 19,2% το 2009.
– Το 2021 η συνολική δαπάνη υγείας στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, διαμορφώθηκε στο 9,2% (εκ των οποίων 5,7% δημόσια δαπάνη) έναντι 10,9% στην ΕΕ (εκ των οποίων 8,9% δημόσια δαπάνη). Στην Ελλάδα η δημόσια χρηματοδότηση διαμορφώνεται στο 62,1% της συνολικής χρηματοδότησης για δαπάνες υγείας το 2020, αρκετά χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ (81,1%).
– Η Ελλάδα κατέγραψε τη μεγαλύτερη μείωση (-7,3%) στην ΕΕ σε κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας την περίοδο 2008-2013 και τη μικρότερη αύξηση +0,4% την περίοδο 2013-2019. Υποχώρηση της κατά κεφαλήν δαπάνης υγείας στην Ελλάδα (1.561 ευρώ το 2021 έναντι 2.014 ευρώ το 2009), έναντι αύξησης σε ΕΕ (3.563 ευρώ το 2021 και 2.396 ευρώ το 2009).
– Στην Ελλάδα καταγράφεται ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ικανοποίησης από τις παρεχόμενες υπηρεσίες φροντίδας, με 38% για το 2020, από 36% το 2010. Το ελληνικό σύστημα υγείας κατατάσσεται στην 29η θέση ανάμεσα σε 35 χώρες της Ευρώπης με 615 βαθμούς στον δείκτη αξιολόγησης των συστημάτων υγείας Euro Health Consumer Index (ECHI), υψηλότερα από Αλβανία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Πολωνία, Βουλγαρία και Λετονία.
– Στη χώρα μας επιτυγχάνεται σχετικά υψηλή βαθμολογία σε πεδία όπως η άμεση πρόσβαση σε γιατρούς, η μείωση της θνησιμότητας από εγκεφαλικά, ο παιδικός εμβολιασμός, η μειωμένη συχνότητα υπερτασικών και η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ. Αντίθετα, χαμηλή επίδοση επιτυγχάνεται σε πεδία όπως η πληροφόρηση και τα δικαιώματα των ασθενών, οι οικογενειακοί γιατροί, οι λίστες αναμονής στους καρκινοπαθείς, οι μεταμοσχεύσεις, οι άτυπες πληρωμές, το κάπνισμα, η έλλειψη φυσικής άσκησης, οι θάνατοι από τροχαία, η καθυστερημένη εισαγωγή καινοτόμων φαρμάκων και η υψηλή κατανάλωση αντιβιοτικών.
Η ιδιομορφία στο Υγειονομικό δυναμικό
Η Ελλάδα παρουσιάζει ιδιομορφία σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ όσον άφορα τη σύνθεση του υγειονομικού δυναμικού. Διαθέτει τον μεγαλύτερο αριθμό ιατρών με άδεια εξάσκησης επαγγέλματος (6,3) ανά 1.000 κατοίκους μεταξύ των μελών της ΕΕ για το 2021, σημαντικά υψηλότερα σε σχέση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (4,0), με μέρος της διαφοράς να οφείλεται σε διαφορετικό ορισμό του δείκτη. Αντίθετα, η χώρα διαθέτει τον χαμηλότερο αριθμό νοσηλευτών ανά 1.000 κατοίκους μεταξύ των χωρών μελών της ΕΕ, χαμηλότερος κατά 54,2% σε σύγκριση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (3,8 έναντι 8,6).
Ο δείκτης νοσηλευτών προς ιατρούς που εργάζονται σε νοσοκομεία στην Ελλάδα (1,6) είναι επίσης χαμηλότερος σε σχέση με τον μέσο όρο τους ΟΟΣΑ (2,5) και χαμηλότερος σε σύγκριση με τις περισσότερες χώρες της ΕΕ.
Τα οικονομικά των νοσοκομείων
Από την ανάλυση του ΙΟΒΕ, που βασίζεται σε ένα δείγμα περίπου 90 νοσοκομείων ετησίως και 828 οικονομικών καταστάσεων για την περίοδο 2012-2020, καταγράφονται σημαντικές μεταβολές που οφείλονται στις εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν με τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής. Σκοπός των μέτρων ήταν η μείωση των δημόσιων δαπανών μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στον δημόσιο τομέα.
Το ενεργητικό των νοσοκομείων αυξήθηκε σημαντικά (+24,4% την περίοδο 2012 – 2020), λόγω αύξησης των διαθεσίμων και των απαιτήσεων. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια σχετική σταθεροποίηση.
Οι υποχρεώσεις (πρακτικά όλες βραχυπρόθεσμες) κατέγραψαν έντονες διακυμάνσεις με τη χαμηλότερη τιμή να σημειώνεται το 2018 στο σταθερό δείγμα 60 δημόσιων νοσοκομείων και το 2017 στο συνολικό δείγμα. Την περίοδο 2012 – 2020 καταγράφεται πτώση -56,3% στις συνολικές υποχρεώσεις.
Βάσει του δείκτη ταμειακής ρευστότητας, τα έτη 2016-2018 τα ταμειακά διαθέσιμα επαρκούσαν να καλύψουν πλήρως τις υποχρεώσεις.
Τα λειτουργικά έξοδα κατέγραψαν έντονη μείωση έως το 2016-2017, με σταδιακή ανάκαμψη στη συνέχεια. Την περίοδο 2012 – 2020 καταγράφεται πτώση -16,7% στα λειτουργικά έξοδα.
Έντονη μεταβλητότητα στα καθαρά αποτελέσματα με υψηλότερες θετικές τιμές προς το τέλος της περιόδου σε σύγκριση με τη διετία 2012-2013. Την περίοδο 2012 – 2020 καταγράφεται αύξηση 104,8% στα αποτελέσματα χρήσης.
Από την ανάλυση των αριθμοδεικτών που πραγματοποίησε το ΙΟΒΕ, καταγράφεται βελτίωση δεικτών ρευστότητας, χαμηλή δανειακή επιβάρυνση των νοσοκομείων, αύξηση εσόδων από ίδιες πηγές, καθώς και σημαντική μείωση του ποσοστού νοσοκομείων με έλλειμμα. Η ελλιπής ανάπτυξη υποδομών από τα νοσοκομεία αποτυπώνεται στη χαμηλή τιμή του αριθμοδείκτη παγίων στο σύνολο του ενεργητικού.
Στη μελέτη καταγράφεται μείωση του λειτουργικού κόστους προς αριθμό κλινών σε 125 χιλ. ευρώ το 2020 από 146 χιλ. ευρώ το 2012. Σε ό,τι αφορά το λειτουργικό κόστος προς νοσηλευόμενους καταγράφεται πτώση την περίοδο 2015 – 2012 (2,06 χιλ. ευρώ από 2,58 χιλ. ευρώ) και αύξηση μετά το 2017 από 2,11 χιλ. ευρώ σε 2,8 χιλ. ευρώ το 2020. Ανάλογη είναι και η εικόνα για το λειτουργικό κόστος προς ημέρες νοσηλείας που από 667 ευρώ το 2012 μειώθηκε σε 583 ευρώ το 2015, για να αυξηθεί στα 917 ευρώ το 2020.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αποκλίσεις που καταγράφονται στο κόστος ανά νοσηλευθέντα. Το 2020 το υψηλότερο κόστος με 4.110 ευρώ καταγράφηκε στην 4η ΥΠΕ (Μακεδονίας και Θράκης) και το χαμηλότερο, με 1.988 ευρώ ανά νοσηλευθέντα στην 3η ΥΠΕ (Μακεδονίας). Σημειώνεται ότι το λειτουργικό κόστος ανά νοσηλευθέντα είναι πολλαπλάσιο στα μικρά νοσοκομεία (5.324 ευρώ το 2020) σε σχέση με τα μεγάλα (2.123 ευρώ το 2020) και τα μεσαία (1.814 ευρώ το 2020).
Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι στο πρώτο έτος της πανδημίας (2020) το υψηλότερο κόστος ανά νοσηλευθέντα εντοπίζεται στα μικρά νοσοκομεία, με 5.324 ευρώ (είναι το υψηλότερο για όλα τα νοσοκομεία την περίοδο 2012 – 2020), ενώ ακολουθούν, με 2.340 ευρώ ανά νοσηλευθέντα, τα μικρομεσαία. Το χαμηλότερο κόστος ανά νοσηλευθέντα το 2020 καταγράφεται στα μεσαία με 1.814 ευρώ.
Τέλος, όπως αναφέρεται, το ελληνικό σύστημα υγείας βρίσκεται αντιμέτωπο με επιπλέον προκλήσεις εξαιτίας ορισμένων ιδιαιτεροτήτων όπως το διαφορετικό μείγμα εισροών της δημόσιας δαπάνης υγείας από τη φορολογία και την ασφάλιση αλλά και η μεγάλη συμμετοχή της ιδιωτικής δαπάνης.
Το σύστημα υγείας στη χώρα είναι έντονα συγκεντρωμένο γύρω από τα νοσοκομεία τα οποία συμβάλλονται κυρίως με τον ΕΟΠΥΥ. Η πλειοψηφία των ιδιωτικών κλινών είναι μικρές ή μεσαίες γενικές, μαιευτικές/γυναικολογικές ή ψυχιατρικές κλινικές με λιγότερες από 100 κλίνες και μικρό αριθμό ασθενών. Επίσης παρατηρούνται χαμηλά ποσοστά στελέχωσης ανά τύπο προσωπικού. Τα δημόσια νοσοκομεία παρουσιάζουν σημαντικά προβλήματα όπως η ανισοκατανομή κλινών, κλινικών, εργαστηρίων και προσωπικού ενώ σημαντικές είναι και οι ελλείψεις προσωπικού.
Δείτε ΕΔΩ ολόκληρη την μελέτη του ΙΟΒΕ
Πηγή: dailypharmanews.gr