Blog
Blog
Συρρίκνωση της ιατρικής έρευνας στις ΗΠΑ: Ο σοβαρός αντίκτυπος των περικοπών Τραμπ στη δημόσια υγεία

Όπως αναφέρεται στους Financial Times, για περισσότερες από δύο δεκαετίες, το Πρόγραμμα Πρόληψης Διαβήτη είχε συλλέξει πολύτιμες πληροφορίες από εκατοντάδες συμμετέχοντες σε όλη τη χώρα σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης μιας από τις πιο διαδεδομένες ασθένειες των ΗΠΑ. Ωστόσο, όταν η κυβέρνηση Τραμπ αποφάσισε τον Μάρτιο να παγώσει τις ερευνητικές επιχορηγήσεις προς το Πανεπιστήμιο Κολούμπια — μέσω του οποίου διανεμήθηκε η πλειονότητα των κονδυλίων του προγράμματος — η εργασία αυτή διακόπηκε απότομα.
Η διακοπή της χρηματοδότησης προς το Κολούμπια αποτέλεσε μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής που στόχευε στη μείωση των ομοσπονδιακών δαπανών για ερευνητικά προγράμματα που σχετίζονταν με τη «διαφορετικότητα, ισότητα και ένταξη» (DEI). Η κυβέρνηση επικαλέστηκε κατηγορίες για ανεπαρκή αντιμετώπιση αντισημιτισμού στο πανεπιστήμιο, ως λόγο για την απόφαση αυτή. Ως αποτέλεσμα, το Κολούμπια υπέστη, σύμφωνα με την The Washington Post, περικοπές ύψους 400 εκατομμυρίων δολαρίων σε ομοσπονδιακές επιχορηγήσεις και συμβάσεις, με την Υπηρεσία Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών (HHS) να αναφέρει ότι «δεν υπάρχει ομοσπονδιακή χρηματοδότηση για μη ελεγμένες “προοδευτικές” έρευνες στο Κολούμπια» (The Washington Post).
Αναταράξεις στην επιστημονική κοινότητα και κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία λόγω των κυβερνητικών περικοπών
Σύμφωνα με το Reuters, η απόφαση αυτή είχε άμεσες συνέπειες για ερευνητές όπως ο καθηγητής David Nathan του Χάρβαρντ, ο οποίος συμμετείχε στο Πρόγραμμα Πρόληψης Διαβήτη (DPP) και το Πρόγραμμα Αποτελεσμάτων του (DPPOS), τα οποία συντόνιζε το Κολούμπια. Αν και πολλοί από τους ερευνητές δεν είχαν άμεση σχέση με το Κολούμπια, η χρηματοδότηση περνούσε μέσω αυτού του πανεπιστημίου, με αποτέλεσμα να επηρεαστούν άμεσα. Η απόφαση αυτή προκάλεσε σοβαρές καθυστερήσεις και απώλειες σε δεδομένα και προσωπικό, θέτοντας σε κίνδυνο δεκαετίες έρευνας και την υγειονομική περίθαλψη εκατομμυρίων ανθρώπων.
Ο David Nathan περιέγραψε την κατάσταση λέγοντας ότι η ομάδα του «ήταν αθώοι παρατηρητές που χτυπήθηκαν σαν σε τροχαίο ατύχημα», υπογραμμίζοντας ότι οι επιπτώσεις επεκτάθηκαν πολύ πέρα από το Κολούμπια και επηρέασαν ερευνητές και ασθενείς σε εθνικό επίπεδο. Το πρόγραμμα Nathan αποτελεί μόνο ένα από τα χιλιάδες έργα που χρηματοδοτούνται από το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας (NIH) — τον μεγαλύτερο χρηματοδότη ιατρικής έρευνας παγκοσμίως — τα οποία αντιμετωπίζουν ένα αβέβαιο μέλλον.
Ο Kristophe Diaz, εκτελεστικός διευθυντής της ομάδας υπεράσπισης CurePSP, έλαβε τον Ιανουάριο μέρος μιας νέας επιχορήγησης του NIH για τη δοκιμή θεραπειών μιας σπάνιας εκφυλιστικής νευρολογικής πάθησης, της προοδευτικής υπερπυρηνικής παράλυσης. «Είναι σαν να βρίσκεσαι μέσα σε ομίχλη», λέει ο Diaz. «Υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα για το τι θα συμβεί στη συνέχεια. Λόγω αυτής της αβεβαιότητας, άλλοι μεγάλοι εταίροι πιθανότατα διστάζουν να συμμετάσχουν».
Οι αρχικές, ευρείες περικοπές της κυβέρνησης Τραμπ στον τομέα της υγείας ήταν κυρίως διεθνείς. Η USAID, η υπηρεσία αναπτυξιακής βοήθειας των ΗΠΑ, υπέστη βαθιές μειώσεις, ενώ περίπου 13 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως για την παγκόσμια υγεία ακυρώθηκαν, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή ασθενών με HIV, φυματίωση και ελονοσία σε χώρες χαμηλού εισοδήματος.
Επιπλέον, όλοι οι δικαιούχοι του NIH ενημερώθηκαν ότι η χρηματοδότηση για έμμεσες δαπάνες, όπως τα εργαστήρια, θα περιοριστεί στο 15% της άμεσης επιχορήγησής τους, ισοδυναμώντας με ετήσια μείωση περίπου 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων συνολικά. Οι ερευνητές προσπαθούν να αντιδράσουν μέσω νομικών προσφυγών, αλλά πολλοί δυσκολεύονται ακόμη και να επικοινωνήσουν με κυβερνητικούς εκπροσώπους για να διευκρινίσουν απορίες, καθώς η διοίκηση έχει προχωρήσει σε 10.000 απολύσεις και στην ακύρωση προγραμμάτων σε NIH, FDA και CDC.
«Βλέπουμε μια ολική εγκατάλειψη έργων και προσεγγίσεων που είναι αποδεδειγμένα πολύ αποδοτικές και σωτήριες για ζωές», λέει ο Tom Frieden, πρώην επικεφαλής του CDC και νυν επικεφαλής της παγκόσμιας ομάδας υγείας Resolve to Save Lives. Προσθέτει ότι «ένα πιο αδύναμο CDC σημαίνει μια πιο άρρωστη Αμερική», προειδοποιώντας για τις συνέπειες της διακοπής προγραμμάτων για τον έλεγχο καπνίσματος, τη δηλητηρίαση από μόλυβδο και το άσθμα, καθώς και την απώλεια δεδομένων και οδηγιών, όπως η παρακολούθηση λοιμωδών νοσημάτων, οι συμβουλές για εμβόλια και οι κλινικές οδηγίες — ορισμένα από τα οποία έχουν ήδη αποκατασταθεί.
Οι προτεινόμενες περικοπές του προϋπολογισμού της κυβέρνησης Τραμπ προβλέπουν μείωση των 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων του CDC (αυτά δλδ που παίρνει μέχρι τώρα) στο μισό και των 45 δισεκατομμυρίων δολαρίων του NIH κατά 40%, ως απάντηση σε «αχρείαστη σπατάλη, παραπλανητικές πληροφορίες, επικίνδυνες έρευνες και την προώθηση ιδεολογιών που υπονομεύουν τη δημόσια υγεία».
Μια πιο άμεση επίδραση στους ασθενείς μπορεί να προκύψει από περιορισμούς στην επιλεξιμότητα και τη χρηματοδότηση προγραμμάτων όπως το Medicare, το Medicaid και οι αποζημιώσεις φαρμάκων. Τυχόν περικοπές θα επηρεάσουν επίσης τους προϋπολογισμούς των νοσοκομείων και την εκπαίδευση προσωπικού.
«Αν οι περικοπές πραγματοποιηθούν, ολόκληρο το σύστημα θα συρρικνωθεί», λέει ο Harold Varmus, ογκολόγος και πρώην επικεφαλής του NIH. «Στον δικό μου τομέα, αυτό σημαίνει ότι δεν θα επιτευχθούν τα οφέλη της ιατρικής έρευνας που έχουν οδηγήσει σε στοχευμένες θεραπείες, ανοσοθεραπεία, καλύτερη διάγνωση και βελτιωμένες αξιολογήσεις για το αν έχει θεραπευθεί ο καρκίνος».
Ακόμη και αν το Κογκρέσο αντισταθεί στις μεγάλες περικοπές και ορισμένες από τις ακυρωθείσες επιχορηγήσεις αποκατασταθούν, τα πανεπιστήμια και τα ιατρικά τους κέντρα έχουν ήδη αναγκαστεί να μειώσουν τα έξοδά τους.
«Όλοι ανησυχούν για το τι συμβαίνει και τι μπορεί ακόμα να ακολουθήσει», δηλώνει η Elena Fuentes-Afflick, επικεφαλής επιστημονικός υπεύθυνος της AAMC. «Χρειάζονται πολλά χρόνια για να γίνει κανείς επιτυχημένος επιστήμονας ή κλινικός γιατρός, οπότε ανησυχούμε σοβαρά για τις επιπτώσεις στο μελλοντικό επιστημονικό δυναμικό».
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλούν επίσης οι ανώτεροι αξιωματούχοι που διορίστηκαν περισσότερο για την πολιτική τους πίστη στον πρόεδρο παρά για την επιστημονική τους εμπειρία. Ο πιο χαρακτηριστικός είναι ο Ρόμπερ Κένεντι Τζούνιορ, υπουργός Υγείας.
Με πληροφορίες από Financial Times, Washington Post, Reuters
Πηγή: dailypharmanews.gr
