Blog
Blog
Σύψας: SOS για νέα αντιβιοτικά – Η «λύση» στην μικροβιακή αντοχή

Η «αθόρυβη» πανδημία που αφορά τα πολυανθεκτικά μικρόβια και η σιωπηρή πανδημία της μικροβιακής αντοχής, αποτελεί μείζον ζήτημα για τη δημόσια υγεία, όπως τονίζει ο Νικόλαος Σύψας, στο πλαίσιο ενημερωτικής συνάντησης με θέμα «Η αντιμετώπιση της μικροβιακής αντοχής και την αξία των νεότερων αντιβιοτικών».
Σύμφωνα με τον καθηγητή, υπερδύναμη των μικροβίων αποτελεί η μεγάλη τους προσαρμοστικότητα. «Βρίσκονται στη γη εδώ και 3.500.000.000 χρόνια και έχουν μάθει να επιβιώνουν, ενώ ο άνθρωπος βρίσκεται στη γη μόλις περίπου 300.000 χρόνια και συγκριτικά είναι σε ασθενέστερη θέση.
Παρά τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την αντιμετώπιση του σοβαρού αυτού προβλήματος, η αντοχή στα μικρόβια εξακολουθεί να στοιχίζει χιλιάδες θανάτους στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ). Σύμφωνα με στοιχεία από τον Εθνικό Οργανισμός Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) από το 2000 έως το 2018 η αντίσταση των παθογόνων στα αντιβιοτικά στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 46%, ενώ μόνο το 2020 είχαμε σχεδόν 41.000 λοιμώξεις από πολυανθεκτικά μικρόβια, καταγράφοντας αύξηση 76% σε σύγκριση με το 2016.
Περιγράφοντας τις συνθήκες στην Ελλάδα, ο καθηγητής Νικόλαος Σύψας επεσήμανε πως οι γιατροί δεν έχουν πλέον ισχυρά «όπλα» στη φαρέτρα τους για να πολεμήσουν πανίσχυρα μικρόβια και βακτήρια που ενδημούν στα ελληνικά νοσοκομεία, όπως είναι το ασινετομπάκτερ, η κλεμπσιέλλα και οι ψευδομονάδες.
Αποτελεσματικά -άλλοτε- αντιβιοτικά, όπως, οι καρβαπενέμες, οι τρίτης γενιάς κεφαλοσπορίνες και οι φθοριοκινολόνες παρουσιάζουν σήμερα ισχνή αντίσταση απέναντι στα πανίσχυρα μικρόβια.
Ορθολογική χρήση
«Εάν δεν χρησιμοποιούμε τα αντιβιοτικά σωστά, δυστυχώς θα τα χάσουμε» είναι τα λόγια του μεγάλου Alexander Fleming ο οποίος ανακάλυψε την πενικιλίνη, με τον κ. Σύψα να επισημαίνει την αναγκαιότητα ορθολογικής χρήσης τους, ώστε να μην γίνουν αναποτελεσματικά.
«Η φύση και εν προκειμένω τα μικρόβια είναι έξυπνα και όταν ένα αντιβιοτικό αρχίζει να χρησιμοποιείται εναντίον τους, σύντομα βρίσκουν τρόπους – συνήθως μέσω ενζύμων – ώστε να το αχρηστεύσουν (να το υδρολύσουν)» εξήγησε ο καθηγητής, Νικόλαος Σύψας, επισημαίνοντας πως το πρόβλημα παραμένει, παρά τη θεσμοθέτηση του ελέγχου της χρήσης των αντιβιοτικών με την ηλεκτρονική συνταγογράφηση.

Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του 2023 στα νοσοκομειακά παθογόνα η χώρα μας είναι αρνητική «πρωταθλήτρια», με διπλάσιες από τον μέσο όρο της ΕΕ, Λοιμώξεις Σχετιζόμενες με τη Φροντίδα Υγείας (ΛΣΦΥ).
Εάν επιστρέφαμε στην προ των αντιβιοτικών εποχή θα είχαμε 40% περισσότερους θανάτους από την επανεμφάνιση των επικίνδυνων λοιμώξεων, όπως σημείωσε ο Νικόλαος Σύψας, ο οποίος εκτίμησε ότι βάσει των διαθέσιμων στοιχείων και των επικίνδυνων πολυανθεκτικών βακτηρίων «κάποιοι θα μπορούσαν να πουν ότι έχουμε ήδη γυρίσει στην εποχή προ αντιβιοτικών». Η ανάδυση της μικροβιακής αντοχής είναι μείζον ζήτημα, καθώς… «με ένα και μόνο αντιβιοτικό χάπι ο λάρυγγάς μας αποικίζεται με ανθεκτικά μικρόβια για έξι μήνες» όπως ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η μικροβιακή αντοχή στοιχίζει 1.270.000 θανάτους ετησίως στον κόσμο, περί τις 35.000 στις ΗΠA και 33.000 στην Ευρώπη σύμφωνα με δημοσίευση στο Lancet. Η χώρα μας είναι πρώτη στην κατανάλωση αντιβιοτικών και πρώτη στη μικροβιακή αντοχή, αλλά και τη θνητότητα λόγω λοιμώξεων ανά 100.000 πληθυσμού (αύξηση 76% το 2020 σε σχέση με το 2016) – μας ακολουθεί από κοντά η Ρουμανία.
Οι συνθήκες στα νοσοκομεία της χώρας
Στην Ελλάδα, ο επιπολασμός σε ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις είναι διπλάσιος, σε σχέση με την Ευρώπη και το «καμπανάκι» του ECDC που έκρινε τα νοσοκομεία της χώρας μας μη ασφαλή για τους ασθενείς (unsafe place for patients) σκιαγραφεί με μελανά χρώματα την συνολική εικόνα. Το πενταμελές κλιμάκιο του ECDC επισκέφτηκε τη χώρα μας τον περασμένο Απρίλιο συνέταξε την έκθεση και συμπεριέλαβε 66 συστάσεις για την καταπολέμηση του προβλήματος στο πλαίσιο της προσέγγισης Ενιαία Υγεία.
Μικρόβια όπως: Klebsiella pneumoniae, Acinetobacter baumannii και Pseudomonas aeruginosa εμφανίζουν αντοχή σε πολλαπλές κλάσεις αντιβιοτικών στα ελληνικά νοσοκομεία, περιορίζοντας δραματικά τις θεραπευτικές επιλογές.
«Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι τα αντιβιοτικά τελείωσαν. Επί της ουσίας, δεν υπάρχει κανένα νέο αντιβιοτικό. Και γιατί δεν υπάρχει κανένα νέο αντιβιοτικό; Γιατί καταστρέψαμε αυτά που είχαμε και γιατί καμία φαρμακευτική εταιρεία δεν επενδύει, γιατί είναι πάρα πολύ μεγάλο το κόστος για να βγουν νέα αντιβιοτικά», τόνισε ο καθηγητής και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Λοιμώξεων, Νικόλαος Σύψας.
Ανάπτυξη νέων αντιβιοτικών
«Η ανάπτυξη ενός νέου αντιβιοτικού αγγίζει το αστρονομικό ποσό των 1,5 δισ. δολαρίων και, λόγω των ορθών περιορισμών στη χρήση (για την αποτροπή περαιτέρω αντοχής), τα έσοδα είναι ελάχιστα. Πολλές εταιρείες που ανέπτυξαν επιτυχημένα νέα αντιβιοτικά, στη συνέχεια χρεοκόπησαν».
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η ανάγκη για καινοτόμα αντιβιοτικά είναι επιτακτική. Ωστόσο, το διεθνές σύστημα παραγωγής καινοτομίας σε αυτόν τον τομέα έχει καταρρεύσει. Κι ο λόγος είναι απλός: Δεν υπάρχει οικονομικό κίνητρο, όπως τόνισε ο Καθηγητής.
Τα νέα αντιβιοτικά καταφέρνουν να μειώσουν τη θνητότητα από το 35% στο 5%, κάτι που σημαίνει πώς με τη χρήση τους θα μπορούσαμε να αποφύγουμε, 3 στους 10 θανάτους ασθενών, όπως σημειώνει ο Βασίλης Γραμμέλης, Medical Lead της φαρμακευτικής επιχείρησης Pfizer.
Παρόλα αυτά «από τη δεκαετία του ’80 και μετά δεν έχει βγει νέα κατηγορία αντιβιοτικών, που να βασίζεται δηλαδή σε κάποιο νέο τρόπο δράσης έναντι των μικροβίων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μικρόβια να κάνουν διασταυρούμενη ανοσία και να ισχυροποιούνται έναντι των υπαρχόντων αντιβιοτικών», σημειώνει.
Παροχή κινήτρων
Το πρόβλημα παραμένει δαιδαλώδες, με σοβαρές διαστάσεις για τη δημόσια υγεία. Για την αντιμετώπιση της ανεπάρκειας της αγοράς και την αναζωογόνηση της Έρευνας και Ανάπτυξης στα αντιβιοτικά, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να εφαρμόσουν «κίνητρα έλξης» (pull incentives) που αποσυνδέουν τα έσοδα των εταιρειών από τον όγκο των πωλούμενων φαρμάκων που προορίζονται για την καταπολέμηση της μικροβιακής αντοχής. Τα κίνητρα αυτά θα επιβραβεύουν την επιτυχή καινοτομία σε επίπεδο που προσελκύει τις αναγκαίες επενδύσεις, ενθαρρύνοντας τις εταιρείες να αναλάβουν τους υψηλούς κινδύνους που συνοδεύουν την Έρευνα & Ανάπτυξη αντιβιοτικών.
Στόχος είναι η αποτίμηση της αξίας των νέων φαρμάκων με βάση τη συνεισφορά τους στη δημόσια υγεία, αντί απλά από τον αριθμό των πωλήσεων.
Τα «κίνητρα έλξης» (pull incentives) αποτελούν κρίσιμο συμπλήρωμα στα «κίνητρα προώθησης» (push incentives), τα οποία προσφέρουν χρηματοδότηση και στήριξη από το αρχικό στάδιο Έρευνας και Ανάπτυξης αντιβιοτικών. Με την ενίσχυση των τελευταίων σταδίων ανάπτυξης και εμπορευματοποίησης, τα κίνητρα αυτά μπορούν να συμβάλουν στην δημιουργία μιας πιο βιώσιμης και ανθεκτικής αλυσίδας καινοτομίας για τα αντιβιοτικά. Οι πολιτικές που προάγουν την καινοτομία είναι απαραίτητες για να εξασφαλίσουν μια ενεργή αλυσίδα καινοτομίας, η οποία αποτελεί θεμέλιο για την πρόσβαση και τη διαθεσιμότητα νέας γενιάς αντιβιοτικών στο μέλλον.
«Η μόνη λύση φαίνεται να είναι η παροχή κινήτρων, ώστε να γίνει περισσότερο βιώσιμη αυτή η κατάσταση» τονίζει από πλευράς του ο Αντώνης Φουστέρης, Director Policy & Public Affairs της Pfizer. Η διεθνής επιστημονική κοινότητα προτείνει πλέον ως λύση τα λεγόμενα pull incentives: οικονομικά μοντέλα, δηλαδή, που αποζημιώνουν την ανάπτυξη ενός νέου αντιβιοτικού ανεξάρτητα από τις πωλήσεις του (π.χ. μέσω συνδρομητικών μοντέλων).
Πρόκειται ουσιαστικά, για μηχανισμούς αποζημίωσης που ανταμείβουν τις φαρμακευτικές εταιρείες για την επιτυχή ανάπτυξη νέων αντιβιοτικών, ανεξαρτήτως του όγκου πωλήσεων.
Πετυχημένα παραδείγματα αποτελούν η Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, χώρες που έχουν ήδη υιοθετήσει πιλοτικά τέτοια μοντέλα, με θετικά αποτελέσματα.
Η μικροβιακή αντοχή αποτελεί μια αυξανόμενη παγκόσμια υγειονομική κρίση με σοβαρές συνέπειες που απειλεί να υπονομεύσει την σύγχρονη ιατρική. Εμφανίζεται όταν μικροοργανισμοί (π.χ. βακτήρια, ιοί, μύκητες, παράσιτα) αναπτύσσουν την ικανότητα αντίστασης στα φάρμακα που έχουν σχεδιαστεί για να τα εξοντώσουν. Χωρίς αποτελεσματικά αντιβιοτικά, συνήθεις ιατρικές διαδικασίες, όπως η χειρουργική επέμβαση και η θεραπεία για τον καρκίνο, καθίστανται υψηλού κινδύνου, ενώ κοινές λοιμώξεις θα μπορούσαν να γίνουν ξανά θανατηφόρες.
Πηγή: healthpharma.gr