Τις στρεβλώσεις, που παραμένουν σθεναρά στη φαρμακευτική αγορά, θίγουν σε υπόμνημα που θα καταθέσουν στο υπουργείο Οικονομικών τέσσερις φαρμακευτικές εταιρείες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν καινοτόμα σκευάσματα στην ελληνική αγορά.
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, κάνουν λόγο για “βόμβα” στα θεμέλια του υγειονομικού συστήματος, η οποία συμπαρασύρει ασθενείς και επιχειρήσεις.
Το πρόβλημα αποδίδεται στο πολιτικό κόστος, την οικονομική αδυναμία της Πολιτείας να αντιμετωπίσει τις στρεβλώσεις και σε κυβερνητική αβελτηρία.
Με το υπόμνημα, οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων εστιάζουν στην υπερφορολόγηση των νοσοκομειακών φαρμάκων για σοβαρές χρόνιες παθήσεις: “Η βιομηχανία δεν μπορεί να καλύπτει το κόστος της κυβερνητικής αβελτηρίας, των στρεβλώσεων της αγοράς ή της εύνοιας προς συγκεκριμένες ομάδες εταιρειών ή προϊόντων“, αναφέρουν μεταξύ άλλων.
Σε σχέση με τη χρηματοδότηση της φαρμακευτικής περίθαλψης, τις προκλήσεις και τους κινδύνους επισημαίνονται τα εξής:
- Το 2023, η συνολική αξία των φαρμακευτικών σκευασμάτων που αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ και τα δημόσια νοσοκομεία (συνολική ή δεδουλευμένη φαρμακευτική δαπάνη) θα ξεπεράσει τα 7 δισ. ευρώ (μεγαλύτερη από το ύψος της φαρμακευτικής δαπάνης όταν μπήκαμε στα μνημόνια). Με τους σημερινούς ρυθμούς αύξησης, αναμένεται να πλησιάσει τα 9 δισ. ευρώ το 2026, εκ των οποίων το 1 δισεκατομμύριο θα αφορά σε ίδιες συμμετοχές ασφαλισμένων στην αποζημιούμενη δαπάνη.
- Για πρώτη φορά το 2023, η συμβολή της βιομηχανίας στη δεδουλευμένη φαρμακευτική δαπάνη θα είναι μεγαλύτερη από εκείνη της πολιτείας (48% έναντι 41%) ενώ η συμμετοχή των ασφαλισμένων θα ανέλθει σε 11% περίπου.
- Οι προβλέψεις αυτές έχουν λάβει υπόψη την χρηματοδότηση από την Πολιτεία με τα κονδύλια που προβλέπονται ως ρήτρα, για τη μη επίτευξη μείωσης της φαρμακευτικής υπέρβασης σε σχέση με το 2020, σύμφωνα με τη νομοθεσία υλοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), καθώς και τη νομοθετημένη αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης σύμφωνα με την αύξηση του ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας.
- Το 2026, έτος για το οποίο δεν προβλέπονται κονδύλια ως συνέπεια της νομοθεσίας του ΤΑΑ, η βιομηχανία αναμένεται να συνεισφέρει περίπου 5 δισ. ευρώ ή (57%), οι ασθενείς 1 δισ. ευρώ περίπου (11%) ενώ η πολιτεία μόνο 2,8 δισ. ευρώ ή 32% της δεδουλευμένης δαπάνης, στην ουσία χορηγώντας την ευθύνη της φαρμακευτικής περίθαλψης στη βιομηχανία από τις δυνατότητες χρηματοδότησης της οποίας θα εξαρτάται η δυνατότητα των ασθενών να λάβουν την αναγκαία φαρμακευτική περίθαλψη.
Έλεγχος δαπάνης
Όπως αναφέρεται, η κατάσταση αυτή είναι αποτέλεσμα μεταξύ άλλων των παρακάτω παραγόντων:
- Από το 2016, η Πολιτεία δεν ενδιαφέρθηκε για τον έλεγχο της δεδουλευμένης δαπάνης, αλλά μόνο για το ύψος της κρατικής χρηματοδότησης ή όριο προϋπολογισμού, το οποίο παρέμενε εν πολλοίς σταθερό από 2014 και μετέπειτα. Επειδή όμως η πραγματική κατανάλωση είναι η δεδουλευμένη δαπάνη, η ανεξέλεγκτη δυναμική της έχει μετατραπεί σε πρόκληση 1) για την πολιτεία, διότι το ύψος της είναι πλέον δυσθεώρητο, 2) για τους ασθενείς διότι το ύψος των συμμετοχών είναι δυσβάστακτο και 3) για την βιομηχανία διότι το ύψος των επιστροφών που απαιτείται να συνεισφέρει (ως αποτέλεσμα της υπέρβασης της δεδουλευμένης δαπάνης σε σχέση με το όριο προϋπολογισμού) είναι υπέρογκο και μη βιώσιμο.
- Ο μηχανισμός της χρηματοδότησης, μέσω της μετακύλισης του κόστους της περίθαλψης στη βιομηχανία και στους ασθενείς, δεν επιτρέπει την αποδοτική λειτουργία της αγοράς, αλλά εισάγει αμιγώς πληθωριστικά κίνητρα.
Η Πολιτεία δεν προχωρά σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (όπως πρωτόκολλα συνταγογράφησης, μητρώα ασθενειών, ορθολογική αξιολόγηση των νέων τεχνολογιών υγείας, ψηφιοποίηση όλων των συναλλαγών, διαφάνεια των δεδομένων, ενίσχυση των υποδομών του ΕΟΠΥΥ και των δημοσίων φορέων αρμόδιων για τον έλεγχο της κλινικής πρακτικής) διότι “θεωρεί ότι δεν φέρει” τη χρηματοδοτική ευθύνη της υπέρβασης.
Η βιομηχανία μπορεί να έχει το ίδιο σταθερό εισόδημα την επόμενη χρονιά μόνο αν οι πωλήσεις κάθε εταιρείας αυξάνονται τουλάχιστον όσο η μέση αύξηση της δεδουλευμένης δαπάνης (το μερίδιο μιας εταιρείας στη δεδουλευμένη δαπάνη καθορίζει το μερίδιό της στο όριο του προϋπολογισμού). Αν οι πωλήσεις της είναι χαμηλότερες από το μέσο όρο της αγοράς, το μερίδιό της στη δεδουλευμένη δαπάνη μειώνεται, όπως και το μερίδιό της στο όριο του προϋπολογισμού.
Συνεπώς θα έχει χαμηλότερα έσοδα, ακόμη και με αυξημένες πωλήσεις. Οι φαρμακοποιοί, χονδρέμποροι και προμηθευτές Υγείας, των οποίων τα ποσοστά κέρδους συναρτώνται με το ύψος του συνολικού όγκου εργασιών κερδίζουν περισσότερο από την αύξηση της δαπάνης. Τέλος, κερδίζουν ακόμη περισσότερο αυτοί που δεν πληρώνουν τελικά τις επιστροφές τους (τις οποίες “ρυθμίζουν” σε τεράστιο αριθμό μελλοντικών δόσεων που αενάως επαναρυθμίζονται, καθώς και όσοι πωλούν σε υψηλότερες τιμές από αυτές που τους αναλογούν.
- Το σύστημα δεν ελέγχει τη δεδουλευμένη δαπάνη και προσπαθεί να ρυθμίσει το βάρος της χρηματοδότησης της υπέρβασης μεταξύ εταιρειών και προϊόντων, ενισχύοντας έτσι την μη παραγωγική λειτουργία της αγοράς και συμβάλλοντας στην αύξηση της υπέρβασης μέσω δικών τους αποφάσεων.
Τιμές φαρμάκων
Σε επίπεδο τιμών, ο αριθμός των στρεβλώσεων είναι μεγάλος. Οι σημαντικότερες αφορούν στη θεσμοθέτηση του ορίου μείωσης της τιμής των προϊόντων κατά 7%, καθώς στα πλαίσια της ετήσιας ανατιμολόγησης των φαρμάκων με βάση τις δύο χαμηλότερες τιμές της ευρωζώνης θα έπρεπε να μειωθούν περισσότερο. Η κατάργηση του ορίου αυτού θα μπορούσε να εξοικονομήσει 200 εκατ. ευρώ δαπάνης ετησίως.
Οι τιμές αποζημίωσης των γενοσήμων από τον ΕΟΠΥΥ είναι υψηλότερες από τις τιμές αποζημίωσης των φαρμάκων αναφοράς τους (δηλαδή των πρωτοτύπων που έχασαν την πατέντα τους και άρα γι’ αυτά είναι δυνατή η συνταγογράφηση «φθηνότερων» γενοσήμων) γεγονός που επιβαρύνει τις δαπάνες του ΕΟΠΥΥ κατά 110 εκ ευρώ τουλάχιστον ετησίως. Άλλες στρεβλώσεις τιμολόγησης θα μπορούσαν να καταργηθούν εξοικονομώντας τουλάχιστον 100 εκ ευρώ δεδουλευμένης δαπάνης ετησίως.
Ως συνέπεια, υπάρχει δημοσιονομική επίπτωση καθώς η πολιτεία καταβάλει το ύψος των ανείσπρακτων εισφορών ενώ υπάρχει απώλεια κοινωνικής ευημερίας λόγω της ανεξέλεγκτης αύξησης της δεδουλευμένης δαπάνης. Οι ασθενείς επιβαρύνονται υπέρογκα, εντείνοντας τις κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις στις πιο ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες. Η βιομηχανία δεν μπορεί να καλύπτει το κόστος της κυβερνητικής αβελτηρίας, των στρεβλώσεων της αγοράς ή της εύνοιας προς συγκεκριμένες ομάδες εταιρειών ή προϊόντων.
Η άμεση συνέπεια όλων αυτών, είναι η αδυναμία εισαγωγής νέων αποτελεσματικών θεραπειών και η υστέρηση της χώρας στη νέα τεχνολογία που προσφέρει σημαντικές ευεργετικές επιπτώσεις για την υγεία των ασθενών καθώς προσφέρει λύσεις σε πραγματικά ακάλυπτες υγειονομικές ανάγκες.
Πηγή: iatronet.gr