Γράφει ο Σπύρος Φιλιώτης
Αντιπρόεδρος και Γενικός Διευθυντής ΦΑΡΜΑΣΕΡΒ – ΛΙΛΛΥ, Mέλος Δ.Σ. του ΣΦΕΕ
Έχουμε επισημάνει κατ’ επανάληψη την αναγκαιότητα του ψηφιακού μετασχηματισμού για τον εκσυγχρονισμό του συστήματος υγείας και τον εξορθολογισμό των δαπανών. Έχουν πραγματοποιηθεί ορισμένα βήματα, ωστόσο απαιτείται επιτάχυνση διαρθρωτικών αλλαγών που θα οδηγήσουν σε ένα ενιαίο διαδραστικό ψηφιακό περιβάλλον. Η δημιουργία του πολυσυζητημένου καθολικού ηλεκτρονικού φακέλου ασθενούς, η διασύνδεση των νοσοκομείων, η αξιοποίηση των Real World Data στην έρευνα και την καινοτομία επιβάλλεται να προχωρήσουν άμεσα.
Η ψηφιοποίηση των υπηρεσιών υγείας πιστεύω ότι είναι μια μεγάλη μεταρρύθμιση, η οποία μπορεί να μετασχηματίσει ριζικά τον κλάδο της υγείας και αναμένεται να έχει πρωτίστως ως επίκεντρο τον ασθενή, ο οποίος θα αποκτήσει ενεργό ρόλο «καταναλωτή υπηρεσιών υγείας», θα αναζητά έλεγχο στη διαχείριση της υγείας του και θα απαιτεί αναβαθμισμένες εμπειρίες, με κύρια χαρακτηριστικά την εξατομίκευση, την άνεση, την ταχύτητα και την αμεσότητα στην παροχή υπηρεσιών.
Δύο είναι οι σημαντικές αλλαγές που αναμένονται: πρώτον, η αλλαγή στο χώρο παροχής φροντίδας, ο οποίος θα μεταφερθεί σταδιακά από το χώρο του νοσοκομείου στο χώρο του ασθενή και, δεύτερον, η αλλαγή στον τρόπο της περίθαλψης, δηλαδή έμφαση στην πρόληψη της ασθένειας πριν αυτή κάνει την εμφάνισή της. Η εξωνοσοκομειακή περίθαλψη θα αποτελέσει τον νέο τρόπο φροντίδας, με την εικονική και απομακρυσμένη περίθαλψη να διασφαλίζουν την καθολική πρόσβαση του πληθυσμού σε υπηρεσίες υγείας και οι νέες ψηφιακές τεχνολογίες μπορούν να καταστήσουν δυνατή αυτή τη στροφή.
Στο πεδίο της κλινικής έρευνας, αν θέλουμε η Ελλάδα να προσελκύσει περισσότερες κλινικές δοκιμές και μεγαλύτερες επενδύσεις από τις διεθνείς φαρμακευτικές επιχειρήσεις, είναι απαραίτητο να αυξήσει τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα της. Η μείωση της γραφειοκρατίας και η αύξηση της ταχύτητας έναρξης των κλινικών δοκιμών στα νοσοκομεία αποτελούν βασικά κριτήρια ανταγωνιστικότητας. Η ολοένα αυξανόμενη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας, οι αποκεντρωμένες κλινικές δοκιμές (Decentralized Clinical Trials) θέτουν επιτακτικά το θέμα της ψηφιακής υποδομής στα νοσοκομεία.
Η διαρκής συνεργασία της πολιτείας με τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις και όλους τους εμπλεκόμενους φορείς αποτελεί σημαντικό στοιχείο για να επιτευχθεί ο κοινός στόχος: να καταστήσουμε την Ελλάδα ελκυστική χώρα για την έλευση και τη διεξαγωγή κλινικών δοκιμών υψηλής ποιότητας με οφέλη για τον ασθενή, τους επιστήμονες υγείας, αλλά και την οικονομία γενικότερα.
Η χώρα θα πρέπει να γίνει γενικότερα πιο φιλική στην καινοτομία. Σύμφωνα με την έρευνα για την εκτίμηση του δείκτη WAIT (Waiting to Access Innovative Therapies) που διενεργήθηκε το 2022 από την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Φαρμακευτικών Βιομηχανιών (EFPIA), ενώ στη διαθεσιμότητα των νέων θεραπειών η Ελλάδα κινείται περίπου στον μέσο όρο της Ε.Ε., στον χρόνο αποζημίωσης μιας νέας θεραπείας η χώρα εμφανίζεται να υστερεί του μέσου χρόνου στην Ε.Ε., παρότι τα χρονοδιαγράμματα στην τιμολόγηση και την αποζημίωση των καινοτόμων φαρμάκων έχουν βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια.
Το μεγάλο πρόβλημα, όμως, που θέτει σε κίνδυνο τη διαθεσιμότητα των φαρμάκων στην Ελλάδα είναι οι τεράστιες επιστροφές (rebates και clawbacks) που καλείται να επιστρέφει ο κλάδος, οι οποίες σε συνδυασμό με την ενεργειακή κρίση και τον πληθωρισμό απειλούν επικίνδυνα τη βιωσιμότητα των ήδη κυκλοφορούντων φαρμάκων και δημιουργούν μεγάλο σκεπτικισμό στις εταιρείες για την κυκλοφορία νέων φαρμάκων στη χώρα.
Οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν συνεισφέρει δραστικά στην κάλυψη της δημόσιας υποχρηματοδότησης για το φάρμακο πολλά χρόνια τώρα, αλλά αυτό δεν μπορεί πια να συνεχίζεται. Θέμα βιωσιμότητας πολύ συχνά τίθεται και για κάποια παλιά καταξιωμένα φάρμακα, των οποίων οι τιμές είναι πάρα πολύ χαμηλές. Μικρές αυξήσεις της τιμής τους, που θα μπορούσαν να είναι σωτήριες, δεν επιτρέπονται από τον νόμο – ούτε καν στις περιπτώσεις λαθών δεν επιτρέπονται διορθωτικές αυξήσεις τιμών. Έτσι οδηγούμαστε στην απόσυρσή τους από την κυκλοφορία και στην αντικατάστασή τους από άλλα νεότερα και ακριβότερα, που αυξάνουν τον φαρμακευτικό προϋπολογισμό.
Το ζήτημα του αυθαίρετου και ανεπαρκούς προϋπολογισμού για τα φάρμακα παραμένει φλέγον. Μόνο για το 2021, τόσο η εξωνοσοκομειακή όσο και η νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη χρηματοδοτήθηκαν μόλις κατά 50% περίπου από δημόσιους πόρους, ενώ το υπόλοιπο καλύφθηκε κυρίως από τη φαρμακοβιομηχανία, μέσω της επιβολής των υποχρεωτικών επιστροφών και εκπτώσεων ή από τους ίδιους τους ασθενείς.
Η ετήσια φαρμακευτική δαπάνη κυμαίνεται συνολικά σε ένα ποσό γύρω στα 4,5 δισ. ευρώ. Ασφαλώς, η δαπάνη αυτή πρέπει να εξορθολογιστεί. Αν, ωστόσο, σκεφτεί κανείς πως ο αντίστοιχος ετήσιος κρατικός προϋπολογισμός δεν ξεπερνά τα 2,5 δισ., γίνεται αντιληπτό πόσο ανεπαρκής είναι.
Ιδεατά, η εκτίμηση του προϋπολογισμού θα πρέπει να βασιστεί σε ελληνικά επιδημιολογικά δεδομένα και στις πραγματικές ανάγκες των ασθενών, λαμβάνοντας υπόψη επίσης τους ρυθμούς ανάπτυξης της χώρας, αλλά και την έλευση νέων θεραπειών μέσω της σάρωσης του ορίζοντα.
Παράλληλα, μπορεί μεν ο εξορθολογισμός του προϋπολογισμού να μεταφράζεται κυρίως σε άμεση σταδιακή αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης, ωστόσο περιλαμβάνει και θέματα ελέγχου της συνταγογράφησης, μείωσης των επιβαρύνσεων για τη φαρμακοβιομηχανία και γενικότερα ένταξης μέτρων προσφοράς, ζήτησης και πρόσβασης, τα οποία θα συνεισφέρουν στην εξυγίανση του συστήματος υγείας και στον περιορισμό των δαπανών.
Πηγή: iatronet.gr