Συγκεκριμένα, το 11,6% των ασθενών στην Ελλάδα δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του για περίθαλψη, γιατί οι υπηρεσίες υγείας είναι πολύ ακριβές για το 9,4% του πληθυσμού, ενώ άλλο ένα ποσοστό 1,4% πρέπει να περιμένει μεγάλες λίστες αναμονής και άλλο ένα 0,4% του πληθυσμού βρίσκει υπηρεσίες υγείας πολύ μακριά από τον τόπο διαμονής του.
Αντίστοιχα, στην Εσθονία, το συνολικό ποσοστό ακάλυπτων ιατρικών αναγκών είναι 12,9%, με το 12% να πρέπει να περιμένει μεγάλες λίστες αναμονής, ένα 0,5% να βρίσκει υπηρεσίες υγείας πολύ μακριά από τον τόπο διαμονής του και μόνο για το 0,4% του πληθυσμού οι υπηρεσίες υγείας να είναι πολύ ακριβές.
Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από την διετή έκθεση της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ «Η υγεία με μια ματιά 2024» που δόθηκε στη δημοσιότητα.
Στην Ελλάδα, πάνω από ένας στους πέντε ανθρώπους (το 21%) δήλωσε ότι δεν καλύφθηκαν οι ιατρικές του ανάγκες εντός του 2023
Οικονομικά στρώματα
Σύμφωνα με αυτήν, η αδυναμία να καλυφθούν οι ιατρικές ανάγκες στη χώρα μας, φαίνεται ότι επιβαρύνουν πολύ περισσότερο τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα, όπου σχεδόν ένας στους τέσσερις με τα χαμηλότερα εισοδήματα (το 23% του κατώτερου πέμπτου του πληθυσμού βάσει εισοδήματος) αδυνατεί να επισκεφτεί το γιατρό για λόγους κόστους, πράγμα που επίσης συμβαίνει και για το 3,4% του πληθυσμού που το εισόδημά του είναι στο ανώτατο πέμπτο των εισοδημάτων της χώρας. Μάλιστα, εξαιρώντας όσους δεν χρειάστηκαν υπηρεσίες υγείας, πάνω από ένας στους πέντε ανθρώπους (το 21%) δήλωσε ότι δεν καλύφθηκαν οι ιατρικές του ανάγκες εντός του 2023 και η αναλογία ήταν μεγαλύτερη για τους ανθρώπους με χαμηλά εισοδήματα.
Συνολικά στην Ε.Ε. όμως, τα ποσοστά ακάλυπτων ιατρικών αναγκών περιορίζονται στο 2,4% κατά μέσο όρο, ενώ στις μισές Ευρωπαϊκές χώρες, το ίδιο ποσοστό δεν ξεπερνά το 2%.
Οι μεγαλύτερες ακάλυπτες ιατρικές ανάγκες αφορούν οδοντιατρική περίθαλψη, επειδή η κάλυψή της χρειάζεται είτε ιδιωτική ασφάλιση είτε απ΄ ευθείας πληρωμές από τους ασθενείς.
Στην Ελλάδα όμως, μόνο το 8% των ακάλυπτων ιατρικών αναγκών αφορά οδοντιατρική περίθαλψη.
Στην Ευρώπη, οι ακάλυπτες ιατρικές ανάγκες αυξήθηκαν μετά την πανδημία, από το 1,7% στο 2% το 2021 και στο 2,4% το 2023 συνολικά με τις οδοντιατρικές υπηρεσίες να αφορούν το 2,8% το 2019, το 3,1% για το 2021 και το 3,4% για το 2023.
Ιδιωτικές πληρωμές
Σε ότι αφορά τη χρηματοδότηση του συστήματος υγείας, ενώ σε όλες τις χώρες της ΕΕ, οι ιδιωτικές πληρωμές αφορούσαν κατά μέσο όρο το 15% των δαπανών για την υγεία, στην Ελλάδα, τη Λιθουανία, τη Λετονία και τη Βουλγαρία, ξεπέρασαν το 30% το 2022, ενώ στη Β. Μακεδονία, Ουκρανία και Αλβανία, οι ιδιωτικές πληρωμές κυμαίνονταν μεταξύ 40-60%.
Αντίθετα, στην Κροατία, τη Γαλλία και το Λουξεμβούργο, οι ιδιωτικές πληρωμές ήταν κάτω του 10%.
Σε ότι αφορά τις πληρωμές του δημοσίου τομέα, κατά μέσο όρο η χρηματοδότηση καλύπτει το 77% του συνολικού κόστους της υγείας, είτε με απ’ ευθείας μεταβιβαστικές πληρωμές, είτε μέσω κοινωνικής ασφάλισης. Στη Σουηδία και τη Δανία οι μεταβιβαστικές πληρωμές ξεπερνούν το 85% των δαπανών υγείας.
Στον αντίποδα βρίσκεται η Ουγγαρία και η Ελλάδα με μόλις 10% των δαπανών υγείας να καλύπτονται απ΄ ευθείας από το κράτος, ενώ στην Ιρλανδία και τη Γερμανία, το μερίδιο των δημοσίων δαπανών για περίθαλψη ήταν 22% και 20%, αντίστοιχα.
Σε σύγκριση με το 2015, οι κρατικές δαπάνες για υγεία έχουν αυξηθεί κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα περίπου κατά μέσο όρο, με εξαίρεση την Κύπρο όπου η υγειονομική μεταρρύθμιση αύξησε την κρατική συμμετοχή στο 18% από περίπου 7% το 2015.
Ελλείψεις προσωπικού
Σύμφωνα με την έκθεση, το ευρωπαϊκό εργατικό δυναμικό στον τομέα της υγείας αντιμετωπίζει σοβαρή κρίση. Είκοσι χώρες της ΕΕ ανέφεραν έλλειψη γιατρών το 2022 και 2023, ενώ 15 χώρες ανέφεραν έλλειψη νοσηλευτών. Με βάση τα ελάχιστα όρια προσωπικού για την καθολική υγειονομική κάλυψη (UHC), οι χώρες της ΕΕ είχαν εκτιμώμενη έλλειψη περίπου 1,2 εκατομμυρίων γιατρών, νοσοκόμων και μαιών το 2022. Οι δημογραφικές προκλήσεις της γήρανσης του πληθυσμού, ανεβάζουν την ζήτηση υπηρεσιών υγείας, ενώ ταυτόχρονα και το εργατικό δυναμικό στον τομέα της υγείας γερνάει, με αποτέλεσμα την ανάγκη για κάλυψη των εργαζομένων στον τομέα της υγείας καθώς συνταξιοδοτούνται. Πάνω από το ένα τρίτο των γιατρών και το ένα τέταρτο των νοσηλευτών στην ΕΕ είναι ηλικίας άνω των 55 ετών και αναμένεται να συνταξιοδοτηθούν στα επόμενα χρόνια.
Παράλληλα, εξακολουθούν να υπάρχουν μεγάλες διαφοροποιήσεις στη γεωγραφική κατανομή των γιατρών. Σε πολλές χώρες, υπάρχει ιδιαίτερα υψηλή συγκέντρωση γιατρών στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως συμβαίνει στην Αυστρία, την Κροατία, την Τσεχία, τη Δανία, Ουγγαρία, Ελλάδα, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία και Σλοβακία.
Ο χαμηλότερος αριθμός νοσηλευτών
Παρότι ο κατά κεφαλήν αριθμός γιατρών και νοσηλευτών έχει αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, οι ελλείψεις δεν έχουν μειωθεί. Κατά μέσο όρο στις χώρες της ΕΕ υπήρχαν 4,2 γιατροί ανά 1.000 άτομα πληθυσμού το 2022, από 3,1 το 2002 και 3,6 το 2012. Σύμφωνα με την έκθεση, η αύξηση του αριθμού των γιατρών ήταν ιδιαίτερα ταχεία στην Ελλάδα και την Πορτογαλία.
Την ίδια περίοδο, η Ελλάδα είχε το χαμηλότερο κατά κεφαλήν αριθμό νοσηλευτών στα νοσοκομεία, σε σύγκριση με τις λοιπές χώρες της ΕΕ.
Ο αριθμός των νοσηλευτών έχει αυξηθεί την τελευταία δεκαετία στις περισσότερες χώρες της ΕΕ. Κατά μέσο όρο σε όλες τις χώρες της ΕΕ υπήρχαν 8,4 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους το 2022, από 7,3 το 2012. Η Νορβηγία, η Ισλανδία, η Φινλανδία, η Ιρλανδία και η Γερμανία είχαν τον υψηλότερο κατά κεφαλήν αριθμό νοσηλευτών το 2022, με τουλάχιστον 12 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους.
Πηγή: healthpharma.gr