Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), ένα σύστημα υγείας (υγειονομικής περίθαλψης) αποτελείται από όλους τους οργανισμούς, τους ανθρώπους και τις δράσεις των οποίων ο πρωταρχικός σκοπός είναι η προώθηση, αποκατάσταση ή δια- τήρηση της υγείας. Ένα σύστημα υγείας είναι επομένως κάτι περισσότερο από την πυραμίδα δημόσιων εγκαταστάσεων που παρέχουν προσωπικές υπηρεσίες υγείας. Περιλαμβάνει, για παράδειγμα, μια μητέρα που φροντίζει ένα άρρωστο παιδί στο σπίτι, ιδιώτες παρόχους υπηρεσιών υγείας, προγράμματα αλλαγής συμπεριφοράς, οργανισμούς ασφάλισης υγείας, επαγγελματική νομοθεσία για την υγεία κ.λπ. Υπό αυτό το πρίσμα, ένα σύστημα υγειονομικής περίθαλψης μπορεί να περιγραφεί από έξι δομικά στοιχεία:
- παροχή υπηρεσιών
- εργατικό δυναμικό υγειονομικής περίθαλψης
- πληροφοριακά συστήματα
- φάρμακα και τεχνολογικές καινοτομίες
- χρηματοδότηση
- ηγεσία/διακυβέρνηση.
Τα τελευταία χρόνια, τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης σε όλο τον κόσμο προσπαθούν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις που προκύπτουν από τη γήρανση του πληθυσμού, την αύξηση των χρόνιων ασθενειών, την εμφάνιση νέων ιών, τις νέες τεχνικές δυνατότητες και τις αυξανόμενες προσδοκίες της κοινωνίας. Για την ανταπόκριση στις προκλήσεις αυτές, θα περίμενε κανείς να αυξάνεται συνεχώς το ποσοστό του ΑΕΠ για την υγεία. Αυτή η αύξηση θα απαιτούσε από τις χώρες είτε φορολογικές αυξήσεις είτε μείωση δημόσιων δαπανών σε άλλους παραγωγικούς τομείς ή ακόμα και μηχανισμούς χρηματοδότησης, μέτρα που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα επέβαλλαν μακροοικονομικό και κοινωνικό κόστος.
Παράλληλα, πρόσφατα καταδείχθηκε η σημασία της κατανόησης και του συντονισμού των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης στο πλαίσιο μιας πανδημίας, η οποία θέτει σε δοκιμασία την παγκόσμια κοινότητα υγείας ως προς έννοιες όπως η συνεργασία, η ανταλλαγή πληροφοριών, η εμπιστοσύνη σε δοκιμασμένες προσεγγίσεις για επιδημίες και η συνεργασία με τη βιομηχανική κοινότητα. Η πανδημία αποκάλυψε ταυτόχρονα με τον πιο τρομακτικό τρόπο την ανάγκη ύπαρξης ενός έξυπνου και αποτελεσματικού συντονισμού όλων των διαδικασιών ενός νοσοκομείου. Οι Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (Intensive Care Units – ICUs) ήταν ένας από τους βασικούς τομείς που αμφισβητήθηκαν ταυτόχρονα σε πολλά μέτωπα. Σε αυτά περιλαμβάνονται οι περιορισμοί πόρων, ο έλεγχος των λοιμώξεων, η προστασία των εργαζομένων στην υγειονομική περίθαλψη και η προσαρμογή των υπηρεσιών σε μια ταχέως εξελισσόμενη πανδημική κατάσταση. Επιπλέον, η έλλειψη προσωπικού στις ΜΕΘ έδωσε μεγάλη ώθηση στις λύσεις τηλεϊατρικής και στους επαγγελματίες που εργάζονται από απόσταση.
Πλέον, οι ΜΕΘ θα περιλαμβάνουν ένα μεγαλύτερο ποσοστό νοσοκομειακών κλινών, καθώς η φροντίδα των ασθενών με λιγότερο σοβαρές ασθένειες μετατοπίζεται στο σπίτι και σε άλλα περιβάλλοντα. Επίσης, οι ΜΕΘ θα πρέπει να προσαρμοστούν στην αυξημένη ζήτηση για υπηρεσίες και ταυτόχρονες οικονομικές πιέσεις με αποτελεσματικότητα και καινοτομία. Επιπλέον, θα δουν αλλαγές στη μορφή, στη λειτουργία, στο προσωπικό και τους ασθενείς. Η πρόληψη, η έγκαιρη ανίχνευση και η έγκαιρη αντιμετώπιση καταστάσεων όπως η μόλυνση και η αναπνευστική ανεπάρκεια θα πρέπει να μειώσουν την ανάγκη για πολλές εισαγωγές σε ΜΕΘ. Οι ασθενείς που χρειάζονται φροντίδα σε ΜΕΘ θα έχουν σύνθετα προβλήματα που μετατοπίζουν την επιδημιολογία της εντατικής φροντίδας.
Τα ανωτέρω έχουν ως αποτέλεσμα οι ΜΕΘ να αντιμετωπίσουν σημαντικές προκλήσεις στο εγγύς μέλλον.
H ΜΕΘ του μέλλοντος πρέπει να συνιστά ένα ευέλικτο περιβάλλον με ενσωματωμένη προσαρμοστικότητα στην πρόοδο των τεχνολογικών εξελίξεων. Η συνεκτίμηση των ασθενών σε κρίσιμη κατάσταση θα συνεχίσει να προσδιορίζεται από την αποτελεσματικότητά της, αλλά θα πρέπει επίσης να παρέχεται η ευελιξία ως προς την παροχή κρίσιμης ιατρικής φροντίδας εκτός της ΜΕΘ. Η «ασθενο-κεντρική» θα συνεχίσει να οδηγεί σε καινοτόμες υπηρεσίες. Επιπλέον, η ΜΕΘ του μέλλοντος συνεχίζει να απαιτεί μια πολύ εκπαιδευμένη συνεργατική ομάδα επαγγελματιών, αλλά οι ρόλοι και οι ευθύνες καθώς και η σύνθεση της ομάδας θα αλλάξουν. Οι εντατικολόγοι θα εξακολουθούν να επιβλέπουν αυτές τις ομάδες, αλλά οι προμηθευτές τεχνολογικά έξυπνων και εξειδικευμένων πρακτικών και ιατροί άλλων ειδικοτήτων ίσως να διαδραματίσουν μεγαλύτερους ρόλους στην άμε- ση φροντίδα των ασθενών. Μεγαλύτερη έμφαση θα δοθεί στην πρόληψη της εξάντλησης των μελών της ομάδας μέσω της χρήσης έξυπνης τεχνολογίας, του βέλτιστου περιβάλλοντος εργασίας και της επαγγελματικής αλληλοϋποστήριξης. Η τεχνολογία θα είναι η ταχέως μεταβαλλόμενη μεταβλητή που θα επηρεάσει το περιβάλλον, τους ασθενείς και το προσωπικό. Η εξελιγμένη πληροφορική θα συνδέσει όλα τα νοσοκομειακά συστήματα με τη ΜΕΘ και θα προωθήσει την εξατομικευμένη φροντίδα. Αυτά τα συστήματα πρέπει να έχουν χαρακτηριστικά αλληλοσυσχέτισης, διαλειτουργικότητας, ολοκλήρωσης των παρεχομένων υπηρεσιών, ασφάλειας και συγχρονισμού σε πραγματικό χρόνο.
Η Τεχνητή Νοημοσύνη και η μηχανική μάθηση θα αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της υπερφόρτωσης πληροφοριών και της ολοκλήρωσης των δεδομένων, με στόχο τη βέλτιστη λήψη αποφάσεων. Τα ηλεκτρονικά «sniffers» θα ανιχνεύουν και θα ερμηνεύουν τις αλλαγές στην κλινική κατάσταση των ασθενών και θα στέλνουν ειδοποιήσεις σε κλινικούς γιατρούς ή πιθανώς να ξεκινούν αυτοβούλως παρεμβάσεις. Επιπλέον, τα συστήματα συναγερμού θα ενημερώνουν ακόμα και για τον κίνδυνο υπερκόπωσης του προσωπικού, αλλά ταυτόχρονα θα παρέχουν έγκαιρες ειδοποιήσεις σε θέματα ασφάλειας και θα παρέχουν προτεινόμενες ενέργειες.
Εν κατακλείδι, το μέλλον στις ΜΕΘ είναι πιο κοντά από όσο φανταζόμαστε. Ο επιταχυνόμενος μετασχηματισμός των συστημάτων υγείας συνίσταται σε μεγάλο βαθμό στην επανάσταση που έρχεται στις ΜΕΘ, με τη χρήση σύγχρονων Συστημάτων Πληροφοριών και Επικοινωνιών και την ενσωμάτωση της Τεχνητής Νοημοσύνης, συνιστώντας μια ολοένα αυξανόμενη εργαλειοθήκη που θα συμβάλει στον αποδοτικό σχεδιασμό της χρήσης των διαθέσιμων πόρων, θα στηρίξει τη λήψη κλινικών αποφάσεων αυξημένης αποτελεσματικότητας και θα συνεισφέρει στη βελτιστοποίηση της παροχής κρίσιμης ιατρικής φροντίδας στις ΜΕΘ.
Ο Δρ Γεώργιος Δημητρακόπουλος είναι διπλωματούχος ηλεκτρολόγος μηχανικός και μηχανικός Η/Υ του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (2002) και διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πειραιώς (2007). Είναι αναπληρωτής καθηγητής του τμήματος Πληροφορικής και Τηλεματικής του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου (2010-), καθώς και σύμβουλος Έρευνας και Ανάπτυξης της Infineon Technologies AG (Munich) (2018-). Στο παρελθόν έχει εργαστεί ως ερευνητής μηχανικός στην Intrasoft International S.A. και στην Intracom S.A., ενώ παράλληλα, ήταν general manager της JD-Intelligent Construction Machinery Solutions (1998-2010). Εργάζεται ενεργά επί 18 χρόνια σε ευρωπαϊκά ερευνητικά και αναπτυξιακά προγράμματα στον τομέα των Τηλεπικοινωνιών και της Πληροφορικής σε συνεργασία με ευρωπαϊκές βιομηχανίες, ενώ έχει αναπτύξει πολλαπλές δραστηριότητες σε startups στην Ελλάδα και στις ΗΠΑ. Είναι συγγραφέας 3 βιβλίων και άνω των 160 επιστημονικών άρθρων σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά και συνέδρια. Μιλάει αγγλικά, ιταλικά και γερμανικά.
Πηγή: nextdeal.gr