α) τους αντικρουόμενους στόχους που έχουμε στην Ευρώπη, και ίσως και σε άλλες χώρες του κόσμου, αναφορικά με την βελτίωση της ποιότητας της φροντίδας των ασθενών, β) το θέμα της αλληλεγγύης και ισότητας όλων απέναντι στην ποιότητα φροντίδας, και γ) την οικονομική βιωσιμότητα, σημειώνοντας μάλιστα ότι αν θέλουμε ακόμα να προσφέρουμε καλή ποιότητα φροντίδας σε όλους σε 10 ή 20 χρόνια από τώρα, πρέπει να διασφαλίσουμε ότι ξοδεύουμε σοφά τα χρήματα. Θεμελιώδης αρχή πρέπει να είναι πάντα η μεγιστοποίηση της αξίας των χρημάτων, τόνισε ο καθηγητής, ενώ όπως ανέφερε η προστιθέμενη αξία πρέπει να αξιολογείται από διαφορετικές οπτικές, όχι μόνο την οπτική του ασθενούς, αλλά και την οπτική της υγειονομικής περίθαλψης καθώς και την κοινωνική οπτική. Όπως επεσήμανε η προστιθέμενη αξία πρέπει να ανταμείβεται. Η προσέγγιση μόνο από την πλευρά του κόστους, πλέον είναι αντιπαραγωγική. Σύμφωνα με στοιχεία που παρέθεσε η αυξανόμενη τάση είναι όλο και περισσότερες χώρες να αυξάνουν το όριο της χρηματοδότησής τους σε περίπτωση σοβαρών ασθενειών, σπάνιων νοσημάτων, καρκίνου, κ.λπ.
Αλλά αυτό σημαίνει, ότι χρειαζόμαστε, όπως έχουμε δει σε πολλές χώρες, ρητά κατώφλια (thresholds) οικονομικής αποδοτικότητας ώστε να μπορούμε πραγματικά να βελτιώσουμε τη βεβαιότητα και τη διαφάνεια, είπε. Σε ότι αφορά τον αντίκτυπο στον προϋπολογισμό, που είναι ένα από τα βασικά κριτήρια τόνισε ότι πρέπει να λύσουμε το παράδοξο που αφορά στις αποδοτικές θεραπείες αλλά απρόσιτες οικονομικά, σημειώνοντας ότι είναι λάθος η πληρωτές να εξετάζουν μόνο τον αντίκτυπο στον προϋπολογισμό. Όπως χαρακτηριστικά είπε: «Αν ο αντίκτυπος στον προϋπολογισμό είναι το μόνο κριτήριό, τότε είναι καλύτερο να αφήσουμε τους ανθρώπους να πεθάνουν. Αν πεθάνουν, δεν κοστίζουν τίποτα. Αυτό δεν μπορεί ποτέ να είναι ο στόχος της υγειονομικής περίθαλψης».
Όπως τόνισε πρέπει να προχωρήσουμε προς την υιοθέτηση υβριδικών μοντέλων (κάτι που αποτελεί τάση αυτή τη στιγμή μεταξύ των χωρών και είναι και το μέλλον), δηλαδή να λαμβάνονται υπόψη και τα τέσσερα βασικά κριτήρια για να παίρνουμε σωστές αποφάσεις: η σχετική αποτελεσματικότητα, η προστιθέμενη αξία για τους ασθενείς, η οικονομική αποδοτικότητα, οι ιατρικές ανάγκες και ο αντίκτυπος στον προϋπολογισμό. Και τέλος, πρέπει να βρούμε λύσεις για να αντιμετωπίσουμε την αβεβαιότητα. Και μία από τις λύσεις είναι οι συμφωνίες επιμερισμού ρίσκου. Όπως ανέφερε, υπάρχουν δύο βασικοί τύποι τέτοιων συμφωνιών: Η Κάλυψη Υπό Ανάπτυξη Αποδεικτικών Στοιχείων: δηλαδή η θεραπεία λαμβάνει το όφελος της αμφιβολίας, αποζημιώνεται, λανσάρεται και στη συνέχεια παρακολουθείται στην πραγματική ζωή, πράγμα που σημαίνει ότι χρειαζόμαστε ποιοτικά δεδομένα από την πραγματική ζωή (RWE). Συμφωνείται ένα σημείο επαλήθευσης στο μέλλον, και αν η θεραπεία δεν είναι τόσο καλή όσο υποσχέθηκε, όταν μετρήθηκε, τότε στο σημείο επαλήθευσης οι όροι αποζημίωσης θα αλλάξουν. Ο δεύτερος τύπος είναι το Όφελος της Αμφιβολίας: Η θεραπεία λανσάρεται, παρακολουθείται στην πραγματική ζωή, ορίζεται ένα σημείο επαλήθευσης και αν δεν είναι τόσο καλή όσο υποσχέθηκε, η εταιρεία πρέπει να επιστρέψει χρήματα στον πληρωτή (δηλαδή με βάση τα αποτελέσματα στην πραγματική ζωή).
Πηγή: healthdaily.gr