Blog

Λαμπρίνα Μπαρμπετάκη στο HealthReport.gr: «Ο διάλογος με τον υπουργό Υγείας να γίνει πράξη» – Τι λέει για επενδύσεις, κλινικές μελέτες και ΙΦΕΤ

Για την κατάσταση που επικρατεί στην αγορά των καινοτόμων φαρμάκων, τις στρεβλώσεις αλλά και τις δυσκολίες εισαγωγής των νέων θεραπειών στη χώρα μας, αναφέρεται η κ. Λαμπρίνα Μπαρμπετάκη, Πρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλος της AbbVie Ελλάδος, Κύπρου και Μάλτας, Πρόεδρος του Pharma Innovation Forum (PIF) και Πρόεδρος της Επιτροπής Φαρμακευτικών Εταιρειών του Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητήριου σε συνέντευξή της στο HealthReport.gr.

Η κ.Μπαρμπετάκη μιλά για τις προσπάθειες που κάνει ο κλάδος του φαρμάκου ώστε να αλλάξει το σύστημα που σήμερα παρουσιάζει «καθυστερήσεις και αβεβαιότητες», αλλά όπως επισημαίνει «η τεράστια προσπάθεια όμως, δεν μπορεί να πραγματοποιείται μονομερώς».

Παράλληλα αφήνει σαφείς αιχμές για τους χρηματοδοτικούς στόχους που πρέπει να τεθούν για την επόμενη τριετία, οι οποίοι όμως όπως λέει, δεν έχουν ακόμη τεθεί.
Η Πρόεδρος του PIF αναφέρεται όμως και στο θέμα των επενδύσεων που συχνά πυκνά επικαλείται η κυβέρνηση για τις φαρμακευτικές εταιρείες, υπογραμμίζοντας ενδεικτικά στο HealthReport.gr «ποιο το νόημα να επενδύσει μια εταιρεία σε μια κλινική μελέτη, όταν το φάρμακο ενδέχεται να μην αποζημιωθεί ποτέ στην Ελλάδα».

Εκτός των άλλων περιγράφει και το σύστημα έκτακτης εισαγωγής φαρμάκων μέσω ΙΦΕΤ, που τελικώς όμως τείνει να γίνει μία μόνιμη κατάσταση.

Διαβάστε αναλυτικά παρακάτω τη συνέντευξη της κ.Λαμπρίνας Μπαρμπετάκη στο HealthReport.gr:

Ερώτηση: Ένας χρόνος πέρασε από τότε που συζητήσαμε για τις προκλήσεις του φαρμακευτικού κλάδου. Σήμερα, ποια είναι η αποτίμηση κ. Μπαρμπετάκη; Έχουμε σημειώσει πρόοδο ή τα καίρια ζητήματα παραμένουν εμπόδιο για το σύστημα υγείας;

Υπήρξαν πρωτοβουλίες με θετικό πρόσημο σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας και κυρίως στο Υπουργείο Υγείας, που άνοιξαν έναν πιο ουσιαστικό διάλογο με τη φαρμακευτική βιομηχανία. Όμως, οι παθογένειες του συστήματος παραμένουν εδώ, ιδιαίτερα για τις εταιρείες που φέρνουν καινοτόμες θεραπείες στη χώρα και σε αρκετές περιπτώσεις επιτείνονται.

Τα τρία θεμελιώδη ζητήματα — προβλεψιμότητα, σταθερότητα και βιωσιμότητα — δεν έχουν ακόμη αντιμετωπιστεί στην ουσία τους. Η υποχρηματοδότηση παραμένει, το πλαίσιο αποζημίωσης είναι δυσλειτουργικό και η είσοδος καινοτόμων θεραπειών στο σύστημα γίνεται με καθυστερήσεις και αβεβαιότητες. Όλα αυτά, τη στιγμή που οι ανάγκες των ασθενών αυξάνονται και η φαρμακευτική καινοτομία εξελίσσεται ραγδαία.

Δεν είναι θέμα καλών προθέσεων κ. Ευθυμιάδου. Είναι θέμα επιλογών. Χρειαζόμαστε ένα λειτουργικό μοντέλο αποζημίωσης, που να συνδέει τη χρηματοδότηση με την αξία και την πραγματική ανάγκη. Ένα σύστημα που να ενισχύει την πρόσβαση, να δίνει κίνητρα για επενδύσεις και να εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Κι αυτό απαιτεί συνεργασία και πολιτική βούληση.

Ερώτηση: Το πλαίσιο συνεργασίας που είχε εισάγει το PIF αποτέλεσε μια δομημένη πρόταση για μια πιο βιώσιμη φαρμακευτική πολιτική. Όμως, ένα χρόνο μετά, ποια είναι η εικόνα; Έχει προχωρήσει η εφαρμογή του;

Το πλαίσιο συνεργασίας που παρουσιάσαμε δεν ήταν μια γενική τοποθέτηση αρχών ούτε μια θεωρητική άσκηση ή λίστα καλών προθέσεων. Ήταν ένα σύνολο δεσμεύσεων, προτάσεων και μεταρρυθμίσεων, βασισμένο σε δεδομένα και εμπειρία, με σκοπό να διαμορφωθεί ένα σύγχρονο και βιώσιμο φαρμακευτικό σύστημα, που να υπηρετεί τόσο τη δημόσια υγεία όσο και την καινοτομία.

Από την πρώτη στιγμή καλέσαμε όλη τη φαρμακευτική βιομηχανία να συμμετάσχει σε αυτό το “σύμφωνο ουσιαστικής αλλαγής” — και καταθέσαμε από κοινού με τον ΣΦΕΕ μια πρόταση, στη βάση μιας ενιαίας φωνής υπευθυνότητας και προόδου.

Το πλαίσιο περιλαμβάνει σαφείς άξονες: προβλέψιμη χρηματοδότηση, αναβάθμιση των υποδομών και των διαδικασιών, ισχυρά κίνητρα για την ενσωμάτωση της φαρμακευτικής καινοτομίας και ένα στιβαρό πλαίσιο διακυβέρνησης, παρακολούθησης και αξιολόγησης.

Αναγνωρίζουμε πλήρως τα κενά του συστήματος. Και για το λόγο αυτό, οι εταιρείες που φέρνουμε καινοτόμες θεραπείες στην Ελλάδα έχουμε ήδη καταθέσει ουσιαστικές προτάσεις, που αν αξιοποιηθούν, μπορούν να διαμορφώσουν ένα περιβάλλον το οποίο θα ενισχύσει τις επενδύσεις, θα διασφαλίσει την πρόσβαση των ασθενών και θα στηρίξει τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του Εθνικού Συστήματος Υγείας.

Αυτή η τεράστια προσπάθεια όμως, δεν μπορεί να πραγματοποιείται μονομερώς. Είναι πιο αναγκαίο από ποτέ κα Ευθυμιάδου, να υπάρξει άμεσα ουσιαστική δέσμευση από την Πολιτεία και τα αρμόδια Υπουργεία. Απαιτούνται συγκεκριμένοι χρηματοδοτικοί στόχοι για την επόμενη τριετία, κάτι που δυστυχώς ακόμα αναμένουμε να συμβεί.

Τώρα είναι η στιγμή να φύγουμε από την αδράνεια και να περάσουμε από τις τοποθετήσεις στη λήψη αποφάσεων, στη βάση της συνυπευθυνότητας και των δύο μερών: Πολιτείας και Βιομηχανίας.

Με σχέδιο, με αποφασιστικότητα και — κυρίως — με συνέπεια.

Ερώτηση: Ο Υπουργός Υγείας έχει απευθύνει κάλεσμα στη φαρμακευτική βιομηχανία για επενδύσεις στην παραγωγή — με δημιουργία εργοστασίων — και στην ενίσχυση της καινοτομίας, όπως οι κλινικές μελέτες. Πώς ανταποκρίνεται ο κλάδος σε αυτή την πρόσκληση και τι έχει γίνει στην πράξη μέχρι σήμερα;

Η συμβολή της καινοτόμου φαρμακευτικής βιομηχανίας στην οικονομία και την υγεία δεν περιορίζεται, ούτε αρκείται, μόνο στη δημιουργία εργοστασίων ή στην υλοποίηση κλινικών μελετών. Για να προχωρήσουν τέτοιες επενδύσεις, απαιτείται ένα πολύ συγκεκριμένο και σταθερό πλαίσιο που να επιτρέπει τον στρατηγικό σχεδιασμό και να παρέχει θεσμικά εχέγγυα για τη βιωσιμότητα των πρωτοβουλιών.

Οι 30 κορυφαίες καινοτόμες φαρμακευτικές επιχειρήσεις στον κόσμο, που εκπροσωπούνται στην Ελλάδα μέσω του PIF, έχουμε αποδείξει διαχρονικά ότι και μπορούμε και θέλουμε να επενδύσουμε: στην ανάπτυξη τεχνολογιών, στη διαχείριση και αξιοποίηση δεδομένων, στην υλοποίηση κλινικών μελετών, στην ψηφιακή υγεία, σε υπηρεσίες υποστήριξης των ασθενών και, φυσικά, στη δημιουργία υποδομών και παραγωγικών μονάδων.

Φυσικά και ο κλάδος θέλει να συνεχίζει να επενδύει. Αλλά δεν μπορούμε να ξεκινάμε από το τέλος. Δεν μπορείς να μιλάς για παραγωγικές επενδύσεις και κλινικές μελέτες, όταν λείπει το βασικό θεμέλιο: ένα σταθερό, προβλέψιμο και βιώσιμο σύστημα αποζημίωσης. Γιατί ποιο το νόημα να επενδύσει μια εταιρεία σε μια κλινική μελέτη, όταν το φάρμακο ενδέχεται να μην αποζημιωθεί ποτέ στην Ελλάδα; Ηθικά, το ερώτημα είναι τεράστιο. Δεν μιλάμε καν για οικονομικό ρίσκο — μιλάμε για ασθενείς που συμμετέχουν σε μια μελέτη και δεν μπορούν να έχουν συνέχεια στη θεραπεία τους.

Ο ρόλος μας είναι ξεκάθαρος: να διασφαλίζουμε ότι οι καινοτόμες θεραπείες φτάνουν στους ασθενείς στην ώρα τους, με τρόπο αξιόπιστο και δίκαιο. Αυτή είναι η αποστολή της καινοτόμου φαρμακευτικής βιομηχανίας — και σε αυτό επενδύουμε σταθερά.
Είναι λίγο αντιφατικό να μιλάμε για hub καινοτομίας, αν δεν εξασφαλίσουμε ότι οι καινοτόμες θεραπείες θα έρθουν τελικά στην Ελλάδα.

Απαιτούνται πράξεις, όχι απλές αναφορές σε στόχους. Επένδυση σημαίνει σχέδιο. Σημαίνει θεσμικές εγγυήσεις, υποστήριξη, υποδομές και μια ξεκάθαρη στρατηγική. Και σε αυτό το πλαίσιο, είμαστε παρόντες. Έχουμε καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις, έχουμε χτίσει συνεργασίες και ζητάμε ξεκάθαρα ένα πράγμα: ένα λειτουργικό οικοσύστημα καινοτομίας, που να ενθαρρύνει την πρόοδο, αντί να την παγιδεύει σε αγκυλώσεις.

Ερώτηση: Η ηγεσία του Υπουργείου Υγείας επισημαίνει συχνά ότι οι προτάσεις όμως για μια πιο λειτουργική φαρμακευτική πολιτική προσκρούουν στον περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο. Με άλλα λόγια, «δεν υπάρχουν τα χρήματα». Πώς απαντάτε σε αυτή την πραγματικότητα;

Όταν η συζήτηση ξεκινά από αυτό το σημείο, είναι πλέον υποτίμηση για την ίδια την ουσία του προβλήματος. Δείχνει πως δεν έχουμε ακόμη αντιληφθεί τη στρατηγική σημασία της φαρμακευτικής πολιτικής για τη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας.

Στο πλαίσιο συνεργασίας που έχουμε καταθέσει κ. Ευθυμιάδου, υπάρχει σαφής πρόβλεψη για τη χρηματοδότηση — όχι ως κόστος, αλλά ως μηχανισμός εξοικονόμησης και επανατροφοδότησης του συστήματος. Η ενσωμάτωση της καινοτομίας δημιουργεί τεκμηριωμένα εξοικονομήσεις που επιστρέφουν στο σύστημα υγείας, προσφέρει οικονομικά κίνητρα με μετρήσιμο αντίκτυπο και ενισχύει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα.

Το ύψος αυτών των εξοικονομήσεων ισοδυναμεί με επενδύσεις. Με πόρους που, αντί να δαπανώνται αποσπασματικά, επιστρέφουν πολλαπλασιαστικά στο σύστημα — και στο κοινωνικό σύνολο.
Ας είμαστε ειλικρινείς: κανένα σχέδιο αναδιάρθρωσης δεν μπορεί να αποδώσει χωρίς στρατηγική αξιοποίησης των πόρων. Δεν είναι μόνο θέμα ύψους δαπανών, αλλά πού πηγαίνουν και τι αποτέλεσμα φέρνουν.

Ναι, η επαρκής χρηματοδότηση είναι παραπάνω από αναγκαία — και αυτό επιβεβαιώνεται ξεκάθαρα από τη σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ή προσαρμοζόμαστε και επενδύουμε στην καινοτομία, όπως κάνουν άλλα κράτη, ή μένουμε στάσιμοι. Η εσωστρέφεια δεν είναι στρατηγική. Δεν μπορούμε να συνεχίζουμε να συγκρίνουμε τις επιδόσεις μας με τις συνθήκες των μνημονίων. Πρέπει να δούμε τι γίνεται έξω από τα σύνορά μας.
Κυρία Ευθυμιάδου, σήμερα, μόνο περίπου το 20% των συνολικών δαπανών υγείας κατευθύνεται στη φαρμακευτική περίθαλψη. Κι όμως, το μεγαλύτερο μέρος των περιοριστικών πολιτικών εφαρμόζεται πάνω σε αυτό το 20%, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι θετικές επιπτώσεις που έχει μια θεραπεία στο υπόλοιπο 80%.

Ποιο είναι το κόστος των νοσηλειών που αποφεύγονται χάρη στην έγκαιρη πρόσβαση σε καινοτόμες θεραπείες; Ποια η εξοικονόμηση για το σύστημα — αλλά και για την παραγωγικότητα των ασθενών; Αυτά τα κονδύλια δεν πρέπει να τα βλέπουμε μόνο ως δαπάνες υγείας. Έχουν προεκτάσεις στην εργασία, στην κοινωνική συνοχή, στην εθνική οικονομία.

Και πέρα από την στατιστική απεικόνιση της πραγματικότητας, ας μιλήσουμε για πράξεις. Η αξιολόγηση των φαρμάκων χωρίς περιττές καθυστερήσεις απαιτεί τεράστια επένδυση; Όχι. Το να απαλείψουμε εμπόδια, όπως η απαίτηση του 5/11 — που δεν έχουν θέση σε ένα δομημένο σύστημα αξιολόγησης — κοστίζει χρήματα; Όχι.

Το να εφαρμόσουμε αξιολογήσεις βασισμένες στην αξία και να συνδέσουμε έμπρακτα την τιμή του φαρμάκου με την αξιολόγηση και τη διαπραγμάτευση, δεν κοστίζει. Κοστίζει απόφαση.

Αν συνεχίσουμε να βλέπουμε την υγεία ως λογαριασμό κόστους και όχι ως επένδυση στο κοινωνικό κεφάλαιο, θα είμαστε διαρκώς πίσω από τις εξελίξεις. Οι ανάγκες αυξάνονται: η γήρανση του πληθυσμού, η εκρηκτική άνοδος των χρόνιων νοσημάτων, οι τεχνολογικές εξελίξεις — όλα δείχνουν προς μία κατεύθυνση: ή προσαρμοζόμαστε λοιπόν ή μένουμε στάσιμοι.

Το στοίχημα είναι να περάσουμε από τη διαχείριση της φθοράς στη στρατηγική της προόδου. Και γι’ αυτό, χρειαζόμαστε πρώτα απ’ όλα πολιτική βούληση και όχι πρόχειρους συμβιβασμούς.

Για παράδειγμα, υπάρχει μια άποψη που επανέρχεται συχνά στη δημόσια συζήτηση: ότι ο ασθενής που έχει πραγματικά ανάγκη ένα καινοτόμο φάρμακο, στο τέλος θα το βρει, έστω και μέσω ΙΦΕΤ. Και είναι σημαντικό να δούμε κατά πόσο αυτό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Ερώτηση : Έχετε δίκιο κ. Μπαρμπετάκη. Συχνά διατυπώνεται η άποψη ότι, ακόμη κι αν ένα καινοτόμο φάρμακο δεν αποζημιώνεται, τελικά ο ασθενής που το χρειάζεται θα το βρει μέσω ΙΦΕΤ. Είναι πραγματικά έτσι ή είναι μύθος αυτό;

Ας αναλογιστούμε το εξής: γιατί τόσα φάρμακα, ιδίως καινοτόμα, φτάνουν στην Ελλάδα μόνο μέσω του ΙΦΕΤ;

Ο αριθμός των θεραπειών που εισάγονται με αυτόν τον τρόπο δεν είναι σε καμία περίπτωση ένδειξη εύρυθμης λειτουργίας του συστήματος υγείας. Είναι ένδειξη στρέβλωσης.

Το ΙΦΕΤ δημιουργήθηκε και εξακολουθεί να λειτουργεί ως μηχανισμός εξυπηρέτησης έκτακτης ανάγκης. Κι όμως, έχει μετατραπεί σχεδόν σε βασική δίοδο εισαγωγής καινοτόμων φαρμάκων.
Άρα πρόκειται για έναν μύθο που, όσο αναπαράγεται, κάνει ζημιά — πρώτα και κύρια στους ίδιους τους ασθενείς.

Το ΙΦΕΤ έχει έναν κρίσιμο ρόλο, αλλά αυτός ο ρόλος δεν είναι να υποκαθιστά τις επίσημες διαδικασίες ένταξης θεραπειών στο σύστημα. Δεν μπορεί να εξασφαλίσει ούτε σταθερότητα, ούτε ταχύτητα, ούτε ολιστική φροντίδα. Για κάποιους ασθενείς, η καθυστέρηση μπορεί να είναι ενοχλητική. Για άλλους, είναι καθοριστική. Υπάρχουν παθήσεις όπου ο χρόνος είναι θεραπεία και δεν μας επιτρέπεται να τον σπαταλάμε.

Και δεν είναι μόνο θέμα χρόνου κ. Ευθυμιάδου. Το ΙΦΕΤ μπορεί να φέρει το σκεύασμα, αλλά δεν φέρνει όλα όσα συνθέτουν μια σύγχρονη θεραπεία. Δεν φέρνει την εκπαίδευση των γιατρών, δεν υποστηρίζει τους ασθενείς, δεν προβλέπει προγράμματα συμμόρφωσης, δεν ενσωματώνει ολιστική υποστήριξη τους. Δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες ενός πλήρους θεραπευτικού οικοσυστήματος.
Πολλώ δε μάλλον σήμερα, που μιλάμε για εξατομικευμένη ιατρική, το να στηριζόμαστε στο ΙΦΕΤ είναι σαν να επιστρέφουμε σε ένα παρωχημένο μοντέλο πρόσβασης στο φάρμακο.

Για να είμαστε δίκαιοι, είναι θετικό ότι ο Υπουργός Υγείας, κ. Άδωνις Γεωργιάδης, άνοιξε τον διάλογο εδώ και έναν χρόνο. Και αυτό δεν είναι αμελητέο, ειδικά σε ένα περιβάλλον όπου για χρόνια επικρατούσαν η σιωπή και η απόσταση. Το λέμε με σεβασμό. Όμως τώρα είναι η στιγμή αυτός ο διάλογος να μετουσιωθεί σε πολιτική πράξη. Να σχεδιάσουμε και να εφαρμόσουμε ένα σύστημα που να διασφαλίζει έγκαιρη, αξιοπρεπή και σταθερή πρόσβαση των ασθενών στις θεραπείες που έχουν ανάγκη — χωρίς εξαρτήσεις από έκτακτους μηχανισμούς.

Πηγή: healthreport.gr
Facebook
LinkedIn
X