Το χαμηλό (10%) συγκριτικά με το μέσο όρο του ΟΟΣΑ (14%) ποσοστό συνολικών δημόσιων δαπανών για την υγεία, η διαχρονική δημόσια υποχρηματοδότηση του συστήματος υγείας, αλλά και οι υψηλές ιδιωτικές δαπάνες υγείας, αποτελούν όλα συνιστώσες ενός χρόνιου προβλήματος για το οποίο καλούμαστε πλέον επιτακτικά να βρούμε λύσεις, ανέφερε ο Επίκουρος Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας στο London School of Economics and Political Science (LSE) κ. Ηλίας Κυριόπουλος στο Πανελλήνιο Συνέδριο 2023 για τα Οικονομικά και τις Πολιτικές της Υγείας.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε ο Πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου επίκουρος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής Κώστας Αθανασάκης. «Στην Ελλάδα έχουμε ένα σύστημα που έχει μάθει να λειτουργεί με υψηλή ιδιωτική δαπάνη -ένα φαινόμενο που είναι δυστυχώς διαχρονικό- και αυτό πλήττει δύο μεγάλους τομείς στο σύστημα υγείας, την κάλυψη του πληθυσμού και το κατά πόσο η ιδιωτική αυτή δαπάνη είναι στην πραγματικότητα αποδοτική.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η βιωσιμότητα έχει δύο διαστάσεις, δημοσιονομική, δηλαδή επάρκεια των πόρων, και οικονομική, δηλαδή αποδοτικότητα των πόρων»
Δεχόμενοι ότι η δημόσια δαπάνη υγείας πρέπει να αυξηθεί για να μπορέσει να ισορροπήσει το σύστημα, αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να εισέλθουν δημόσιοι πόροι στο σύστημα υγείας, οι οποίοι προφανώς θα πρέπει να κοπούν από κάποιον άλλο τομέα, ανέφερε ο κ. Αθανασάκης, για να επισημάνει στη συνέχεια ότι «μία πολύ αισιόδοξη και θετική εξέλιξη, είναι ότι η σημερινή κυβέρνηση ανακοίνωσε πως προτίθεται να κατευθύνει ένα μέρος της υπεραπόδοσης του φορολογικού συστήματος στην υγεία, κάτι που μπορεί να μεταβάλλει ουσιαστικά τους δείκτες καθολικής κάλυψης».
Συζητείται η φορολόγηση των αναψυκτικών με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη
Μία πρόταση που φαίνεται ότι κερδίζει έδαφος σε διεθνές επίπεδο αυτή τη στιγμή είναι οι λεγόμενοι «φόροι υπέρ υγείας», είπε ο κ. Αθανασάκης, τονίζοντας πως παρά το γεγονός πως πρόκειται για έναν φόρο, ο κύριος στόχος του δεν είναι οικονομικός, αλλά αποσκοπεί στη βελτίωση της δημόσιας υγείας. «Για παράδειγμα, κύριος σκοπός της αύξησης των τιμών των τσιγάρων δεν είναι να αυξηθούν τα έσοδα, αλλά να μειωθεί η κατανάλωση προς όφελος της υγείας των πολιτών. Για τον ίδιο λόγο συζητείται σήμερα και το ενδεχόμενο φορολόγησης των αναψυκτικών με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη. Για να αντιληφθούμε τη σημασία και των δύο αυτών μέτρων, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τη μεγάλη επίδραση που έχουν στις νεότερες γενιές. Οι πολιτικές αυτού του τύπου αποσκοπούν στην ώθηση του πληθυσμού προς πιο υγιεινές συμπεριφορές, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως δεν έχουν και οικονομικό αποτέλεσμα».
Οι πολιτικές αυτές συνοδεύονται ασφαλώς από πολλές αβεβαιότητες, αλλά συνοδεύονται και από τη βεβαιότητα ότι μπορούν να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη δημόσια υγεία και για το λόγο αυτό σε γενικές γραμμές υποστηρίζονται, είπε ο καθηγητής. «Ο φόρος στα τσιγάρα, εκτός της μείωσης που μπορεί δυνητικά να επιφέρει στην κατανάλωσή τους από τους καπνιστές, μειώνει και την πιθανότητα έναρξης του καπνίσματος από μη καπνιστές», συμπλήρωσε ο κ. Κυριόπουλος, επισημαίνοντας ότι οι «φόροι υπέρ υγείας» -ή όπως λέγονταν παλαιότερα «φόροι αμαρτίας»- είναι ένα θέμα με έντονο debate, καθώς υπάρχει και το επιχείρημα ότι προοδευτικά λειτουργούν αντίστροφα.
Πηγή: dailypharmanews.gr