Blog
Blog
Η εξέλιξη της υγείας από το 1970 έως το 2050 σε αριθμούς

Τα τελευταία πενήντα χρόνια η ζωή των ανθρώπων έγινε σημαντικά μακρύτερη και σε πολλές περιπτώσεις καλύτερη. Το προσδόκιμο ζωής αυξήθηκε από 56 χρόνια το 1970 σε 73 το 2019, ενώ η παιδική θνησιμότητα κατέγραψε πρωτοφανή μείωση, χάρη σε εμβολιαστικές εκστρατείες, θεραπείες για μολυσματικές ασθένειες και βελτιώσεις στη διατροφή. Η πρόοδος της ιατρικής και των δημόσιων πολιτικών υγείας άλλαξε ριζικά το τοπίο. Η Καθηγήτρια Θεραπευτικής – Επιδημιολογίας – Προληπτικής Ιατρικής, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου και η Βιολόγος Αλεξάνδρα Σταυροπούλου συνοψίζουν τα βασικά σημεία της μελέτης.
Γήρανση του πληθυσμού
Πίσω από αυτά τα θετικά αποτελέσματα διαφαίνεται μια νέα πρόκληση: η γήρανση του πληθυσμού. Το 1970, η μέση ηλικία στον κόσμο ήταν 20 έτη· μέχρι το 2019 είχε φτάσει τα 29 και αναμένεται να ανέβει στα 36 ως το 2050. Παράλληλα, η μέση ηλικία θανάτου αυξήθηκε από τα 69 στα 76 χρόνια και εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 82 μέχρι τα μέσα του αιώνα. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι θα ζουν περισσότερο, αλλά οι κοινωνίες θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουν το αυξανόμενο βάρος των χρόνιων παθήσεων, όπως καρδιοπάθειες, διαβήτη, καρκίνο και άνοια.
Μια αξιοσημείωτη διαπίστωση των αναλύσεων είναι ότι ο παγκόσμιος δείκτης αδρών θανάτων έφτασε στο χαμηλότερο σημείο στην ιστορία το 2019. Από εκεί και πέρα, η γήρανση του πληθυσμού προβλέπεται να αυξήσει σταδιακά τον δείκτη αυτόν, χωρίς να υποδηλώνει ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν νωρίτερα, αλλά ότι αυξάνεται ο αριθμός των ηλικιωμένων στον συνολικό πληθυσμό.
Θνησιμότητα
Η κατάσταση ποικίλλει ανά περιοχή. Σε χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία οι βελτιώσεις συνεχίστηκαν με ταχείς ρυθμούς, ενώ στην Υποσαχάρια Αφρική σημειώθηκαν σημαντικά κέρδη στη δημόσια υγεία, ιδίως στη μείωση της παιδικής θνησιμότητας και την αντιμετώπιση του HIV/AIDS. Αντίθετα, στις ΗΠΑ καταγράφηκε αύξηση των θανάτων σε μεσήλικες (15–49 και 50–69 ετών), λόγω υπερδοσολογιών οπιοειδών, αυτοκτονιών και χρόνιων ασθενειών σχετικών με τον τρόπο ζωής, όπως η παχυσαρκία.
Οι αιτίες θανάτου έχουν επίσης μεταβληθεί. Οι «παραδοσιακές» ασθένειες, όπως λοιμώξεις, παιδικά νοσήματα και επιπλοκές εγκυμοσύνης, μειώθηκαν σημαντικά. Στη θέση τους κυριαρχούν πλέον τα μη μεταδοτικά νοσήματα, όπως καρδιαγγειακά, εγκεφαλικά, κακοήθειες σχετιζόμενες με το κάπνισμα και ο σακχαρώδης διαβήτης, ο οποίος αυξάνει ιδιαίτερα στην Ινδία και στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη.
Πιέσεις και προκλήσεις
Η πρόοδος στη μείωση της θνησιμότητας δείχνει ότι οι επενδύσεις στην υγεία αποδίδουν. Ταυτόχρονα, η δημογραφική αλλαγή επιφέρει νέες πιέσεις: έως το 2050, σχεδόν το 70% των θανάτων θα αφορά άτομα άνω των 70 ετών, με αυξημένο κόστος για τα συστήματα υγείας και μεγαλύτερη ανάγκη για μακροχρόνια φροντίδα. Η στόχευση των κυβερνήσεων σε ασθένειες όπως καρδιοπάθειες, καρκίνος και σακχαρώδης διαβήτης θα είναι κρίσιμη για τη μείωση της ανισότητας στην υγεία.
Οι κοινωνίες θα χρειαστεί να βρουν ισορροπία: η μείωση των γεννήσεων σημαίνει λιγότερους νέους εργαζόμενους για τα δημόσια ταμεία, ενώ οι ηλικιωμένοι που θα χρειάζονται συντάξεις και υπηρεσίες υγείας αυξάνονται. Το δημογραφικό «ψαλίδι» ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή, αν δεν ληφθούν έγκαιρα μέτρα. Συνολικά, η πορεία της παγκόσμιας υγείας από το 1970 έως το 2050 συνδυάζει εντυπωσιακή πρόοδο με σημαντικά διλήμματα, και η εξέλιξή της θα καθοριστεί όχι μόνο από τα νοσοκομεία και τα εμβόλια, αλλά και από πολιτικές αποφάσεις, κοινωνικές αλλαγές και προσωπικές επιλογές.
Πηγή: allabouthealth.gr