Blog
Blog
Η Ελλάδα το 2050: Το 33% του πληθυσμού θα είναι άνω των 65 – Η «βόμβα» της δημόσιας υγείας

Κύριες προκλήσεις για τη δημόσια υγεία στην Ελλάδα
Αναλυτικά:
Ο πληθυσμός της Ελλάδας γηράσκει ραγδαία με φθίνουσα γονιμότητα, κατατάσσοντας τη χώρα μεταξύ των γηραιότερων πληθυσμών των χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Οι προβλέψεις δείχνουν ότι μέχρι το 2050, περισσότερο από το ένα τρίτο του ελληνικού πληθυσμού θα είναι άνω των 65 ετών, με σχεδόν 13% να είναι άνω των 80 ετών. Κατά συνέπεια, οι χρόνιες ασθένειες έχουν αυξηθεί. Συγκεκριμένα, το 59,0% των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω, το 72,8% των ατόμων ηλικίας 75 ετών και άνω και το 85,3% των ατόμων ηλικίας 85 ετών και άνω αναφέρουν μακροχρόνιες ασθένειες ή προβλήματα υγείας. Η Ελλάδα παρουσιάζει επίσης μερικά από τα υψηλότερα ποσοστά πολυνοσηρότητας στην ΕΕ, τα οποία επηρεάζουν πάνω από το ήμισυ των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 44%.
Σε σύγκριση με άλλες χώρες με υψηλό εισόδημα, η Ελλάδα παρουσιάζει χαμηλές επιδόσεις σε βασικούς συμπεριφορικούς παράγοντες κινδύνου, όπως το κάπνισμα, η σωματική δραστηριότητα και η παχυσαρκία. Τα ποσοστά υπερβάλλοντος βάρους και παχυσαρκίας σε ενήλικες και παιδιά έχουν αυξηθεί σταθερά από τη δεκαετία του 1990, ξεπερνώντας τις γειτονικές χώρες και κατατάσσοντας τη χώρα μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρώπη. Τόσο οι ενήλικες όσο και τα παιδιά έχουν υιοθετήσει όλο και περισσότερο τη δυτική διατροφή, ενώ η τήρηση της παραδοσιακής μεσογειακής διατροφής παραμένει χαμηλή έως μέτρια. Τα ποσοστά υπερβάλλοντος βάρους και παχυσαρκίας στα παιδιά είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, επηρεάζοντας το 41% των παιδιών ηλικίας 5-9 ετών και το 35,3% των εφήβων ηλικίας 10-19 ετών. Αν και η επικράτηση του καπνίσματος έχει μειωθεί, η Ελλάδα διατηρεί το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ, με 25%.
Οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες, η διαφορετική έκθεση σε χρόνιους παράγοντες στρες και οι διαφορές στην υγειονομική παιδεία συμβάλλουν στις ανισότητες στις συμπεριφορές υγείας. Για παράδειγμα, μια έντονη κοινωνικοοικονομική διαβάθμιση είναι εμφανής στις διατροφικές συνήθειες και στα ποσοστά παχυσαρκίας. Τα άτομα με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο έχουν ποσοστό παχυσαρκίας 64%, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 54%. Αυτές οι ανισότητες έχουν επιδεινωθεί από την παρατεταμένη οικονομική κρίση και τη συνεχιζόμενη κρίση του κόστους διαβίωσης. Οι πρόσφατες πληθωριστικές πιέσεις έχουν επηρεάσει περαιτέρω το κόστος στέγασης, τις τιμές των τροφίμων και τους λογαριασμούς ενέργειας. Περισσότερο από το ένα τέταρτο του πληθυσμού διατρέχει κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, ενώ σχεδόν το 14% αντιμετωπίζει σοβαρή υλική και κοινωνική στέρηση.
Παράλληλα, η αυξημένη μετανάστευση από γειτονικές περιοχές που χαρακτηρίζονται από πολιτική και οικονομική αστάθεια έχει επιβαρύνει την παροχή υπηρεσιών υγείας. Οι αφίξεις μεταναστών κορυφώθηκαν το 2015, ξεπερνώντας τις 860 000 άτομα, επιβαρύνοντας περαιτέρω την παροχή υπηρεσιών υγείας. Περίπου ένα στα τρία νοικοκυριά προσφύγων έχει τουλάχιστον ένα μέλος με ανάγκες υγείας, όπως χρόνια ασθένεια, αναπηρία ή διαταραχές ψυχικής υγείας. Οι κακές συνθήκες διαβίωσης, η ανεπαρκής υγιεινή και η περιορισμένη πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη έχουν επιδεινώσει τα προβλήματα σωματικής και ψυχικής υγείας, ιδίως μεταξύ των ατόμων που διαμένουν σε εγκαταστάσεις τύπου hotspot.
Η Ελλάδα έχει επίσης σημειώσει αύξηση των ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως πυρκαγιές, πλημμύρες και καύσωνες με αποτέλεσμα τον υψηλότερο αριθμό θανάτων που σχετίζονται με τη ζέστη στην Ευρώπη το 2023. Η επιδείνωση της ποιότητας του αέρα, ιδίως στις αστικές περιοχές, επιδεινώνει τις επιπτώσεις των καυσώνων στην υγεία. Η έκθεση σε λεπτόκοκκα σωματίδια (PM2·5), διοξείδιο του αζώτου (NO2) και όζον (O3) συνδέθηκε με περισσότερους από 15 000 θανάτους και 133 200 χαμένα έτη ζωής το 2022. Αυτοί οι κίνδυνοι που σχετίζονται με το κλίμα δημιουργούν πρόσθετες προκλήσεις για την ικανότητα, την ετοιμότητα και την ανθεκτικότητα των υπηρεσιών υγείας.
Η αντοχή στα αντιβιοτικά (AMR) αποτελεί επίσης ένα κρίσιμο ζήτημα, με την Ελλάδα να καταγράφει μερικά από τα υψηλότερα ποσοστά αντοχής στην Ευρώπη. Πάνω από το 68 % των βακτηριακών στελεχών παρουσιάζουν αντοχή, το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ μαζί με τη Ρουμανία. Η Ελλάδα έχει τα υψηλότερα εκτιμώμενα ποσοστά αντοχής για 12 συνδυασμούς αντιβιοτικών-βακτηρίων προτεραιότητας μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, μαζί με την Τουρκία. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα καταγράφει τη δεύτερη υψηλότερη επικράτηση ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων στην ΕΕ μετά την Κύπρο, με περισσότερο από το 12% των νοσηλευόμενων ασθενών να προσβάλλονται από λοίμωξη, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι περίπου 7%
Η αποτυχία του συστήματος σε νούμερα
Σε σχετική δημοσίευση του στο Linkedin, o καθηγήτης Πολιτικής της Υγείας στο London School of Economics, Ηλίας Μόσιαλος, στέκεται ιδιαίτερα στα στοιχεία που αναφέρουν ότι οι δαπάνες για την υγεία βρίσκονται στο 8,6% του ΑΕΠ , δηλαδή κάτω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, ότι οι ιδιωτικές δαπάνες για την υγεία αγγίζουν το 34% των δαπανών για την υγεία, την ώρα που ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 15% αλλά και ότι σχεδόν 1 στα 10 νοικοκυριά αντιμετωπίζει καταστροφικές δαπάνες για την υγεία.
Επίσης, υπογραμμίζει σε επίπεδο ανισοτήτων ότι:
• 64% παχυσαρκία μεταξύ των Ελλήνων με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο (μέσος όρος ΕΕ 54%)
• 14% του πληθυσμού σε σοβαρή υλική και κοινωνική στέρηση
• Η μακροχρόνια φροντίδα είναι σε μεγάλο βαθμό οικονομικά απρόσιτη (55% αντιμετωπίζουν δυσκολίες έναντι 12% κατά μέσο όρο στην ΕΕ)
Πώς φτάσαμε όμως μέχρι εδώ;
“Έρευνες από το 2005-2007 είχαν ήδη εντοπίσει αυτά τα ακριβώς προβλήματα: κατακερματισμένη κάλυψη, επιβάρυνση των οικονομικά αδυνάτων , άτυπες πληρωμές, υπερπροσφορά ειδικών αλλά ανεπαρκής προσφορά νοσηλευτών και κατανομή πόρων με βάση την πολιτική και όχι την απόδοση. Πολλαπλές προσπάθειες μεταρρύθμισης απέτυχαν λόγω της αντίστασης των ομάδων συμφερόντων και της θεσμικής αδράνειας που έχει τις ρίζες της στον πελατειακό χαρακτήρα και την αδύναμη διοικητική ικανότητα.”, επισημαίνει ο κύριος Μόσιαλος στην σχετική ανάρτησή του.
Τι πρέπει να αλλάξει
Στο συμπέρασμα της έρευνας που δημοσιεύεται στο Lancet, επισημαίνεται ότι για να αλλάξει αυτή η ζοφερή εικόνα για τη δημόσια υγεία στη χν ορίζοώρα μας πρέπει το σύστημα να αδράξει και τις ευκαιρίες που υπάρχουν στον ορίζοντα.
” Καθώς η χώρα αντιμετωπίζει αυξανόμενες πιέσεις από δημογραφικές αλλαγές, μη μεταδοτικές ασθένειες, κλιματικές απειλές και οικονομικούς περιορισμούς, οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις έχουν ως στόχο τη βελτίωση της βιωσιμότητας, της ισότητας και της απόδοσης του συστήματος. Ωστόσο, η εφαρμογή τους δεν είναι συνεπής και πολλές πρωτοβουλίες στερούνται επαρκούς παρακολούθησης, ολοκλήρωσης και μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης.
Οι επίμονες διαρθρωτικές αδυναμίες —π.χ. κατακερματισμένη διακυβέρνηση, ανεπαρκείς επενδύσεις στη δημόσια υγεία και μη ευθυγραμμισμένο εργατικό δυναμικό— συνεχίζουν να υπονομεύουν την πρόοδο. Η αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων θα απαιτήσει μια στρατηγική στροφή προς πολιτικές βασισμένες σε τεκμηριωμένα στοιχεία, ισχυρή θεσμική ικανότητα και πολυτομεακό συντονισμό.
Η ενίσχυση της πρωτοβάθμιας περίθαλψης με μοντέλα βασισμένα στην ομαδική εργασία, η επέκταση της ικανότητας της δημόσιας υγείας, η βελτίωση της παρακολούθησης της ποιότητας και η εξασφάλιση δίκαιης χρηματοδότησης είναι απαραίτητα για ένα πιο ανθεκτικό σύστημα που μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες.
Επιπλέον, η αποπολιτικοποίηση της διακυβέρνησης στον τομέα της υγείας και η ενίσχυση των μηχανισμών παρακολούθησης και λογοδοσίας θα πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο των μελλοντικών μεταρρυθμιστικών προσπαθειών, καθώς πρόκειται για διατομεακά ζητήματα που αφορούν όλους τους τομείς του συστήματος υγείας και της δημόσιας υγείας. Καθώς η δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας σταθεροποιείται, θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην αύξηση των επενδύσεων στη δημόσια υγεία και την υγειονομική περίθαλψη, όχι μόνο για την κάλυψη των αναγκών προς το παρόν, αλλά και για την προετοιμασία για μελλοντικές κρίσεις.
Χωρίς διαρκή πολιτική δέσμευση, αυστηρή αξιολόγηση και συνεκτική μακροπρόθεσμη προοπτική, οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες κινδυνεύουν να παραμείνουν αποσπασματικές και βραχύβιες. Η προσεκτική ιεράρχηση των προτεραιοτήτων, ο σταδιακός σχεδιασμός και η σαφής κατανομή των αρμοδιοτήτων είναι απαραίτητοι για την αντιμετώπιση των εγγενών δυσκολιών στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Η περίπτωση της Ελλάδας προσφέρει πολύτιμα διδάγματα για άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν παρόμοιες πιέσεις: η ανθεκτικότητα δεν βασίζεται μόνο στην υιοθέτηση πολιτικών, αλλά και στους θεσμούς, τους πόρους και τους μηχανισμούς λογοδοσίας που εξασφαλίζουν την εφαρμογή τους στην πράξη.”
“Η ελληνική εμπειρία δείχνει αξιοσημείωτη συνέπεια – τα ίδια διαρθρωτικά προβλήματα παραμένουν επί δεκαετίες, αποδεικνύοντας ότι η επιτυχής μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας απαιτεί την αντιμετώπιση βαθιών θεσμικών και πολιτικοοικονομικών παραγόντων, και όχι μόνο τεχνικών μεταρρυθμίσεων.”, σχολιάζει ο κ. Μόσιαλος.