Τα τελευταία χρόνια, η αποτελεσματική διαχείριση των χρημάτων που χρωστάει το δημόσιο στους προμηθευτές του έχει γίνει μια ξεχωριστή ειδικότητα μέσα στην οικονομική διεύθυνση που απαιτεί εξειδίκευση, εμπειρία και επαγγελματισμό.
Ενώ θεωρείται δεδομένη η διαχείριση των λογαριασμών πελατών λιανικής από τις εισπρακτικές εταιρείες, δε συμβαίνει το ίδιο όταν οφειλέτης είναι το δημόσιο. Και ενώ στη γειτονική Ιταλία υπάρχουν εξειδικευμένες εταιρείες -SOVEC λέγονται- ανά διοικητική περιφέρεια που παρακολουθούν τα χρέη των διαφόρων φορέων του Ιταλικού κράτους, στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή υπάρχει μόνο μια εταιρεία που ασχολείται αποκλειστικά με αυτό το αντικείμενο.
Και πολλοί διστακτικοί θα πουν, αφού το δημόσιο πληρώνει σε 180 ή 350 μέρες, ενώ εδώ και δέκα χρόνια πλήρωνε σε 1850, δεν είναι καλύτερα; Ένας απλός υπολογισμός των τόκων που πληρώνει μια εταιρεία όταν εκχωρεί τις απαιτήσεις της θα μας υποδείξει το όφελος: Με απαιτήσεις 5 εκατομμυρίων, και επιτόκιο 6%, στο χρόνο πληρώνει €300,000 ή €822 τη μέρα. Μια μείωση λοιπόν των ημερών πίστωσης, -DSO στην οικονομική ορολογία- κατά δέκα μόνο μέρες, θα επιφέρει μείωση τόκων κατά €8,220 στο παράδειγμα μας. Να αναφέρουμε εδώ ότι στην Ιταλία οι μέρες πίστωσης του Ιταλικού δημοσίου ήταν 37 το 2018, και όταν πήγαν για κάποιο διάστημα στις 39 είχαν αναστατωθεί και γράφανε άρθρα για το θέμα.
Κάποιοι άλλοι λένε ότι η είσπραξη των απαιτήσεων θα πρέπει να είναι μόνο έργο δικηγόρων, τη στιγμή που το ΕΒΕΑ για αυτό το θέμα απαντάει ως εξής: «Ο νόμος 3578/2009, που μιλάει για τις εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις και άλλες διατάξεις, εφαρμόζεται αποκλειστικά στις λεγόμενες εισπρακτικές εταιρείες, οι οποίες έχουν ως μοναδικό σκοπό την εξώδικη ενημέρωση των οφειλετών για την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων και απαιτητών χρηματικών οφειλών έναντι των δανειστών πελατών τους από πιστωτικές ή εμπορικές συναλλαγές. Στην έννοια αυτή φυσικά και δεν περιλαμβάνονται οι απαιτήσεις κατά του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. οι οποίες άλλωστε αποτελούν οντότητες που δεν μπορούν να υπαχθούν στην έννοια του “οφειλέτη” του άρθρου 3 του ως άνω νόμου, έννοια η οποία ταυτίζεται με εκείνη του δανειολήπτη ή του καταναλωτή φυσικού προσώπου. Κατά συνέπεια ο ως άνω νόμος δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση εταιρείας που διαχειρίζεται απαιτήσεις δημοσίου για λογαριασμό των πελατών της. Η μεσολάβηση η οποία διενεργείται από μια τέτοια εταιρεία, προφανώς δεν υπάγεται σε κάποιο νομοθετικό καθεστώς αλλά δεν υπάρχει και κάποια διάταξη νόμου που να την απαγορεύει. Επί της ουσίας η εταιρείες αυτές δρουν ως εντολοδόχοι και νόμιμοι πληρεξούσιοι των πελατών τους».
Βλέποντας την εξέλιξη των χρεών των δημοσίων νοσοκομείων μόνο, θα παρατηρήσουμε ότι τα τελευταία χρόνια που θεωρητικά βγήκαμε από την επιτήρηση των μνημονίων, αυτά βαίνουν αυξανόμενα, το 2017 ήταν €299 εκατ. το 2018, €294, το 2019, €344, το 2020 ανέβηκαν στα €502, και μέχρι το Μάρτιο του 2021 είχαν σκαρφαλώσει στα 893 εκατομμύρια, αντιπροσωπεύοντας έτσι το 46,5% του συνόλου των χρεών της Γενικής Κυβέρνησης, σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικής Πολιτικής και Προϋπολογισμού του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
Ας δούμε λοιπόν ποιος είναι ο σκοπός μιας τέτοιας εταιρείας και ποια είναι η χρησιμότητά της.
Πρώτα πρώτα θα πρέπει να είναι ικανή να μειώσει κατά το δυνατόν τις μέρες πίστωσης των πελατών της, έτσι ώστε να μειώνονται και οι τόκοι των ενδεχόμενων εκχωρήσεων που αναφέραμε παραπάνω. Έπειτα, θα πρέπει να είναι σε θέση να εκμαιεύει το πότε θα πληρωθούν τα χρέη αφού επιβεβαιώσει την ύπαρξη των από τους διάφορους φορείς του δημοσίου, νοσοκομεία, υπουργεία, δήμοι και περιφέρειες, καθήκον που χρήζει εξειδίκευσης. Τα λεγόμενα «χαμένα» τιμολόγια, ξεχασμένα σε κάποιο συρτάρι κάποιου γραφείου, τιμολόγια που περιμένει ο επιχειρηματίας να εισπράξει, πράγμα που ποτέ δε θα γίνει αφού για το λογιστήριο του φορέα δεν υπάρχουν τη στιγμή που δεν έχουν ποτέ καταχωρηθεί. Και όταν βρεθούν, θα πρέπει να περάσουν από ΕΔΕ, μια μακρά διαδικασία, που σημαίνει χρήμα χαμένο σε διαδικαστικά και φυσικά τόκους. Επιπλέον, θα πρέπει να έχει άμεση επαφή με την ηγεσία των φορέων του δημοσίου έτσι ώστε να υπάρχει πληροφόρηση και διασταύρωση από πρώτο χέρι για τις επόμενες χρηματοδοτήσεις. Μια άλλη λειτουργία θα πρέπει να είναι η τακτική παροχή μιας πρόβλεψης χρηματοοικονομικών ροών για το επόμενο διάστημα, πρόβλεψη πάνω στην οποία η εταιρεία θα μπορεί να βασιστεί για να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της. Η γνώση του νομικού πλαισίου, οι επισκέψεις και μεσολαβήσεις στους φορείς, έτσι ώστε να υπάρχει από πρώτο χέρι πληροφόρηση θα εξαλείψει τις δικαιολογίες και τις καθυστερήσεις.
Η βελτιωμένη ταμειακή ροή που θα είναι το αποτέλεσμα των παραπάνω δραστηριοτήτων θα ενισχύσει τα κέρδη για τις επιχειρήσεις και αυτά θα βελτιωθούν περαιτέρω μειώνοντας τις καθυστερημένες πληρωμές και τα επισφαλή χρέη. Αυτό με τη σειρά του θα επιτρέψει στους επιχειρηματίες να επικεντρωθούν στη δημιουργία περισσότερων πελατών για να αγοράσουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους, ενώ θα έχουν την ηρεμία ότι η πιστωτική πολιτική παραμένει εντός ορίων. Υπάρχουν λοιπόν πολλοί λόγοι για να χρησιμοποιήσει ένας προμηθευτής του δημοσίου μια εξειδικευμένη εταιρεία για να συνδράμει επικουρικά στην είσπραξη των οφειλών της, δραστηριότητα που μέχρι πρότινος μόνο οι μεγαλύτερες εταιρείες την ασκούσαν λόγω κόστους, το οποίο τώρα μειώνεται αφού θα γίνεται πλέον μέσω εξωτερικού συνεργάτη.
**Ο κ. Χριστόφορος Κλήμης είναι διαχειριστής της Anemos Capital Partners, εταιρείας εξειδικευμένης στη διαχείριση απαιτήσεων από το ελληνικό δημόσιο.
Πηγή: healthweb.gr