Οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις αρνούνται, όπως λένε, να παίξουν τον ρόλο του “εισπράκτορα” του ποσοστού 4‰ επί της χονδρικής τιμής πώλησης των φαρμάκων (που βαρύνει τους φαρμακοποιούς), ώστε στη συνέχεια να το αποδίδουν στον Πανελλήνιο Φαρμακευτικό Σύλλογο (ΠΦΣ).
Πρόκειται για το νέο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Υγείας, με τίτλο: «Φαρμακευτικοί Σύλλογοι – Πανελλήνιος Φαρμακευτικός Σύλλογος – Ινστιτούτο Φαρμακευτικών Επιστημονικών Ερευνών», το οποίο στο άρθρο 64 «Πόροι και έξοδα του Πανελληνίου Φαρμακευτικού Συλλόγου» προβλέπει πως βασικός πόρος του ΠΦΣ είναι το ποσοστό τέσσερα τοις χιλίοις (4‰) επί της χονδρικής τιμής πώλησης των φαρμάκων, με αντίστοιχη μείωση του λιανικού κέρδους των αγοραστών φαρμακοποιών που διατηρούν σε λειτουργία φαρμακείο.
“Το ως άνω ποσοστό δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την τιμολόγηση των φαρμάκων, βαρύνει αποκλειστικά και μόνο τους φαρμακοποιούς, εισπράττεται από τις υπόχρεες φαρμακευτικές επιχειρήσεις, δηλαδή τους Κατόχους Άδειας Παραγωγής, Κυκλοφορίας και Χονδρικής Πώλησης φαρμάκων, και αποδίδεται στον Π.Φ.Σ.”, αναφέρεται συγκεκριμένα στο νομοσχέδιο.
Την κάθετη διαφωνία τους διατυπώνουν με τα ανωτέρω, διατυπώνουν: η Πανελλήνια Ένωση Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ) και ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ).
Στα σχόλιά τους, τα οποία κατέθεσαν στη δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση, δηλώνουν πώς ο πόρος πρέπει να αποδίδεται απευθείας από τα Φαρμακεία στον ΠΦΣ χωρίς τη διαμεσολάβηση των Φαρμακοβιομηχανιών, ενώ σε κάθε περίπτωση το άρθρο 64 χρήζει αναδιατύπωσης, όπως σημειώνουν.
“Θεωρούμε ότι στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού των διαδικασιών, η φαρμακοβιομηχανία θα πρέπει να απαλλαγεί από τον ρόλο του εισπράκτορα για λογαριασμό του ΠΦΣ, καθώς σήμερα υπάρχουν πλέον όλα τα μέσα, ώστε ο πόρος να αποδίδεται απευθείας από τα φαρμακεία στον ΠΦΣ χωρίς τη μεσολάβηση των εταιρειών”, αναφέρει συγκεκριμένα η ΠΕΦ.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται στη δημόσια διαβούλευση και τα σχόλια του ΣΦΕΕ . Όπως λένε οι εκπρόσωποί του, ο ΕΟΦ αποτελεί τη Ρυθμιστική Αρχή του φαρμάκου στη χώρα μας, σύμφωνα με τον νόμο και ως εκ τούτου, αυτός είναι υπεύθυνος για την παρακολούθηση των πωλήσεων και την επάρκεια της αγοράς.
“Θεσμική μας θέση, ήταν και παραμένει να μην υπάρχει ευθεία ενοχική υποχρέωση των ΚΑΚ (σ.σ. Κατόχων Άδειας Κυκλοφορίας, δηλαδή φαρμακευτικών εταιρειών) προς τον ΠΦΣ, καθόσον δεν προβλέπεται από τον νόμο και παρακάμπτει την αρμοδιότητα του ΕΟΦ”.
ΠΕΦ: Εγείρονται θέματα εμπορικού απορρήτου
Άλλο σημείο του επίμαχου άρθρου ορίζει, πως οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις οφείλουν να υποβάλλουν στον ΠΦΣ ηλεκτρονικώς εντός των πρώτων 10 εργάσιμων ημερών εκάστου μήνα, «αναλυτική κατάσταση των πωλήσεων των φαρμάκων που έχουν πραγματοποιήσει κατά τον προηγούμενο μήνα», ώστε να προκύπτει η παρακράτηση του πόρου τέσσερα τοις χιλίοις (4‰).
Ο πόρος πρέπει να αποδίδεται από τις υπόχρεες φαρμακευτικές επιχειρήσεις προς τον Π.Φ.Σ. μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από τη γενόμενη πώληση προς Κατόχους Άδειας Χονδρικής Πώλησης και φαρμακεία, όπως αναφέρεται.
Η εγχώρια Φαρμακοβιομηχανία σχολιάζει πως η υποβολή στον ΠΦΣ μηνιαίων αναλυτικών καταστάσεων με τις πωλήσεις των εταιρειών δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή καθώς, εγείρει νομικά θέματα εμπορικού απορρήτου.
“Δεν είναι κατανοητό με ποιο ακριβώς τρόπο, η υποβολή αναλυτικών καταστάσεων πωλήσεων θα εξυπηρετούσε το σκοπό του υπολογισμού του πόρου 4 τοις χιλίοις υπερ ΠΦΣ”, υπογραμμίζει η ΠΕΦ και προσθέτει, πως η διαδικασία υπολογισμού και απόδοσης του πόρου έχει συμφωνηθεί μεταξύ των δύο πλευρών από το 2020.
“Προκειμένου να υπολογιστεί ο πόρος, οι εταιρείες υποβάλλουν συγκεντρωτική κατάσταση των μηνιαίων πωλήσεων η οποία συνοδεύεται από υπεύθυνη δήλωση του νόμιμου εκπροσώπου της εταιρείας ως προς την ορθότητα των στοιχείων. Ακόμη, στο τέλος του έτους τα δηλωθέντα στοιχεία επικυρώνονται από εξωτερικό ορκωτό λογιστή / ελεγκτική εταιρεία. Τα παραπάνω διασφαλίζουν απολύτως τη όλη διαδικασία”, καταλήγει η Πανελλήνια Ένωση Φαρμακοβιομηχανίας.
“Δυσανάλογα τα πρόστιμα σε σχέση με τον πόρο”
Ο επίμαχος νόμος προβλέπει πώς σε περίπτωση μη απόδοσης του αναλογούντος πόρου ή εκπρόθεσμης απόδοσης αυτού από υπόχρεη φαρμακευτική επιχείρηση, επιβάλλεται στην εν λόγω επιχείρηση χρηματικό πρόστιμο από τρεις χιλιάδες (3.000,00) ευρώ έως πενήντα χιλιάδες (50.000,00) ευρώ, και σε περίπτωση υποτροπής από τριάντα χιλιάδες (30.000,00) ευρώ έως διακόσιες χιλιάδες (200.000,00) ευρώ, με απόφαση του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Υγείας.
Στην περίπτωση αυτή, η υπόχρεη φαρμακευτική επιχείρηση οφείλει να αποδώσει στον Π.Φ.Σ. τον αναλογούντα πόρο νομιμοτόκως.
“Τα προτεινόμενα πρόστιμα της συγκεκριμένης παραγράφου είναι υπερβολικά υψηλά, δυσανάλογα με το ύψος του πόρου”, αναφέρει ο ΣΦΕΕ.
Όλοι οι έλεγχοι δε για τις πωλήσεις του φαρμάκου και την επάρκεια της αγοράς, θα πρέπει να γίνονται αποκλειστικά και μόνο από τον ΕΟΦ, λένε οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις.
Ο ΣΦΕΕ προτείνει συγκεκριμένα, η παρ.1ε του άρθρου 64 να διαμορφωθεί ως εξής:
“Ο ΕΟΦ ορίζεται αρμόδιος και υπεύθυνος για τον έλεγχο και την παρακολούθηση της ανωτέρω διαδικασίας με βάση τις ημερήσιες δηλώσεις πωλήσεων που οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις είναι υποχρεωμένες να υποβάλλουν ημερησίως στον Οργανισμό. Ο ΕΟΦ δύναται να προβαίνει σε δειγματοληπτικό έλεγχο της ανωτέρω διαδικασίας και συντάσσει μέχρι την 28η Φεβρουάριου εκάστου έτους έκθεση ελέγχου, η οποία περιλαμβάνει αναλυτικά στοιχεία για τα ποσά που έχουν αποδοθεί στον Π.Φ.Σ. κατά το προηγούμενο έτος. Η ετήσια αυτή έκθεση κοινοποιείται στον Υπουργό Υγείας μέχρι την 30η Μαρτίου εκάστου έτους”, καταλήγει στα σχόλια του ο Σύνδεσμος.