Οι Διευθύνοντες Σύμβουλοι των φαρμακευτικών εταιρειών μπορεί να χρειαστεί να κάνουν τολμηρές αλλαγές στη στρατηγική λειτουργίας τους, καθώς η βιομηχανία αντιμετωπίζει νέες προκλήσεις, τονίζει σε άρθρο της η Mc Kinsey.
Στο παρελθόν, πολλές φαρμακευτικές εταιρείες έθεσαν σε προτεραιότητα τη στρατηγική λειτουργίας τους ενόψει των ανταγωνιστικών επιχειρηματικών πιέσεων. Αυτό τώρα αλλάζει. Παράγοντες όπως η πανδημία Covid-19, ο πληθωρισμός, οι γεωπολιτικές ισορροπίες, οι νέες τεχνολογίες και οι νέοι τρόποι εργασίας καθιστούν ζωτικής σημασίας για τις φαρμακοβιομηχανίες να επανεξετάσουν προσεκτικά τις μακροπρόθεσμες επιλογές τους αναφορικά με την προμήθεια, την παραγωγή και την αλυσίδα εφοδιασμού.
Η παγκόσμια ζήτηση αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς και η άνευ προηγουμένου ανάγκη για εμβόλια και θεραπείες για την Covid-19 έχουν ασκήσει πρόσθετη πίεση στην φαρμακοβιομηχανία, η οποία πρέπει να βρίσκει καινοτόμες λύσεις για την παροχή εμβολίων και ταυτόχρονα να εξακολουθεί να καλύπτει τη συνολική ζήτηση.
Το τοπίο των προϊόντων αλλάζει επίσης γρήγορα. Οι νέες μέθοδοι, όπως η κυτταρική και γονιδιακή θεραπεία και η τεχνολογία εμβολίων mRNA, έχουν αυξηθεί από 11% σε 21% του φαρμακευτικού pipeline – η ταχύτερη ανάπτυξη που έχει παρατηρηθεί ποτέ στον τομέα. Αυτή η αλλαγή είναι πιθανό να επιφέρει περισσότερο κατακερματισμό της τεχνολογίας, νέες αλυσίδες εφοδιασμού και νέους κύκλους ζωής των προϊόντων.
Ενώ η φαρμακευτική βιομηχανία θεωρείται κάπως προστατευμένη από τα υψηλά επίπεδα αποθεμάτων και τη μακροχρόνια διπλή προμήθεια, σε μια δεδομένη περίοδο δέκα ετών, η πιθανότητα διαταραχών της εφοδιαστικής αλυσίδας εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει πιθανή απώλεια 25% των εσόδων. Ο πληθωρισμός έχει αυξηθεί τους τελευταίους μήνες σε επίπεδα που δεν έχουν παρατηρηθεί εδώ και δεκαετίες, οδηγώντας σε αύξηση του κόστους εργασίας, πρώτων υλών και μεταφοράς. Αυτό είναι πέρα και πάνω από τις επίμονες πιέσεις τιμών που αντιμετωπίζει ήδη η φαρμακευτική, ιδιαίτερα στα γενόσημα. Δεδομένου ότι οι πελάτες των φαρμακευτικών προϊόντων δεν αναμένεται να απορροφήσουν πλήρως αυτές τις αυξήσεις κόστους, τα περιθώρια κέρδους βρίσκονται υπό συνεχή πίεση.
Εν τω μεταξύ, οι αυξημένες κρατικές παρεμβάσεις και οι προστατευτικές εμπορικές πολιτικές δημιουργούν νέες πιέσεις στα δίκτυα παραγωγής και θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αυξημένη περιφερειοποίηση. Η φαρμακευτική βιομηχανία αντιμετωπίζει επίσης ελλείψεις εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού που συνδέονται με ευρύτερες τάσεις της αγοράς εργασίας. Η πρόκληση αυτή περιπλέκεται από την άνοδο της εξ αποστάσεως εργασίας, η οποία έχει αυξήσει τις προσδοκίες των εργαζομένων για ευελιξία. Σε απάντηση, σχεδόν όλες οι φαρμακοβιομηχανίες πειραματίζονται με υβριδικά μοντέλα εργασίας. Παράλληλα, τα ψηφιακά εργαλεία, τα ρομπότ και οι αισθητήρες γίνονται φθηνότερα και πιο εύκολα προσβάσιμα, και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη λήψη παντός είδους raw data. Επιπλέον, το edge computing και τα cloud analytics παρέχουν βελτιστοποίηση και διαφάνεια σε πραγματικό χρόνο. Ωστόσο, μέχρι σήμερα, καμία φαρμακοβιομηχανία δεν έχει αναδειχθεί ως πραγματικός παγκόσμιος ηγέτης στον τομέα αυτό.
Οι επιπτώσεις για τη φαρμακοβιομηχανία
Για να ανταποκριθούν σε αυτές τις προκλήσεις, οι ηγέτες της φαρμακοβιομηχανίας μπορεί να χρειαστεί να τονίσουν τη σημασία της στρατηγικής λειτουργίας τους. Θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο να αναλάβουν μια πιο μακροπρόθεσμη στρατηγική και να κλιμακώσουν τη δραστηριότητα σε τέσσερα βασικά θέματα: στρατηγική δικτύου και ανθεκτικότητα, ψηφιακό, μοντέλο λειτουργίας και αναζήτηση νέων ταλέντων. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αυτά τα θέματα είναι γνωστά σε κάθε επιχείρηση, όμως απαιτούν τώρα μια ουσιαστική αλλαγή νοοτροπίας, καθώς και μεγάλη επένδυση πόρων. Είναι σημαντικά τα εξής βήματα: 1. Σχεδιασμός και διαχείριση των μελλοντικών αναγκών που θα προκύψουν στην παραγωγή, καθώς και των διαταραχών της εφοδιαστικής αλυσίδας. Υιοθέτηση από άκρο σε άκρο ψηφιακών λειτουργιών και αυτοματοποίησης. Και τέλος, στρατηγικές προσέλκυσης ταλέντων και εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού. Η διατήρηση αυτών των ταλέντων αποτελεί πρόκληση στο σημερινό περιβάλλον, με το ποσοστό των εργαζομένων που σχεδιάζουν να εγκαταλείψουν τη δουλειά τους επόμενους τρεις έως έξι μήνες να ανέρχεται στο 40%. Για να λύσουν τα διαρθρωτικά κενά, οι εταιρείες θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν μακροπρόθεσμη επανεκπαίδευση και αναβάθμιση των δεξιοτήτων του υπάρχοντος εργατικού δυναμικού.
Πηγή: healthdaily.gr