Σε πλήρη ανάπτυξη βρίσκεται το Πανελλήνιο Πρόγραμμα για τον Έλεγχο και την Πρόληψη των Νοσοκομειακών Λοιμώξεων (ΝΛ) και της Μικροβιακής Αντοχής (ΜΑ), με τον διακριτικό τίτλο GRIPP/SNF, το οποίο υλοποιείται σε δέκα (10) επιλεγμένα δημόσια νοσοκομεία της χώρας, με αποκλειστική δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος και με διαχειριστή το Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων – CLEO (cleoresearch.org). Ήδη ενιαία ηλεκτρονική πλατφόρμα καταχώρησης μετρήσεων για τις Νοσοκομειακές Λοιμώξεις αναπτύχθηκε και εγκαταστάθηκε, μέσω του προγράμματος GRIPP/SNF για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε 10 πιλοτικά νοσοκομεία, ώστε να καταγράφονται με κοινό τρόπο οι δείκτες καθώς και οι μεταβολές που επιτυγχάνονται στις επιδόσεις στον συγκεκριμένο τομέα.
Επίσης, στο πλαίσιο του Προγράμματος τα συνεργαζόμενα νοσοκομεία έχουν ενισχυθεί με Νοσηλευτές Επιτήρησης Λοιμώξεων (ΝΕΛ) και έχει ξεκινήσει, σε συνεργασία με το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), ειδικό Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα για την εξειδίκευση των Νοσηλευτών στην πρόληψη των λοιμώξεων, με εντυπωσιακή συμμετοχή.
Στην παρούσα φάση θα γίνει καταγραφή της υφιστάμενης κατάστασης ως προς τις ΝΛ, καθώς και σειρά παρεμβάσεων που έχουν ήδη σχεδιαστεί και θα πραγματοποιηθούν εντός των επόμενων 4 ετών, με στόχο τη μείωση των Νοσοκομειακών Λοιμώξεων και της Μικροβιακής Αντοχής. Ο στόχος αυτός, που είναι προτεραιότητα και για την Πολιτεία, αποτελεί σημαντική πρόκληση, καθώς η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση των επιδόσεων στην αντιμικροβιακή αντοχή και την πρόληψη των ΝΛ σε επίπεδο Ε.Ε.
Απαντώντας σε ερώτηση του Health Daily για τις προκλήσεις που θέτει η πανδημία Covid-19 αναφορικά με τη μικροβιακή αντοχή, ο Ιωάννης Φαρόπουλος, Υπεύθυνος του Προγράμματος GRIPP-SNF για το CLEO και Διευθύνων Σύμβουλος του CLEO αναφέρει: «Οι προκλήσεις για το Πρόγραμμα είναι ακόμα μεγαλύτερες εν μέσω της πανδημίας COVID-19. Η μικροβιακή αντοχή δεν μειώνει απλώς την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων. Η ίδια η αντοχή μπορεί να αυξηθεί λόγω αλόγιστης ή λανθασμένης χρήσης αντιβιοτικών σε ασθενείς, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την αποτελεσματική θεραπεία για ένα φάσμα ασθενειών και ομάδων ασθενών, ανεξαρτήτως πανδημίας. Επιπροσθέτως, οι κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας ενδέχεται να επιδεινώσουν βασικούς παράγοντες που ενισχύουν τη μικροβιακή αντοχή, όπως η περιορισμένη ή μη έγκαιρη πρόσβαση σε δομές υγειονομικής περίθαλψης ασθενών με ανθεκτικές λοιμώξεις, αυξάνοντας τον κίνδυνο ανάπτυξης και μετάδοσης ανθεκτικών μικροβίων. Γι’ αυτό, ενώ πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στον έλεγχο της πανδημίας, δεν πρέπει να παραβλεφθούν οι συνεχείς προσπάθειες για την αντιμετώπιση της μακροπρόθεσμης παγκόσμιας απειλής της μικροβιακής αντοχής».
Ο Ι. Φαρόπουλος προσθέτει: «Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναγνωρίζει ότι η αντοχή των μικροβίων στα αντιβιοτικά και γενικά στις φαρμακευτικές ουσίες (AMR) εξαιτίας της λανθασμένης και υπερβολικής χρήσης τους, είναι μία από τις σοβαρότερες απειλές που αντιμετωπίζουν η δημόσια υγεία και η ανάπτυξη παγκοσμίως. Το καλύτερο όπλο που διαθέτουμε για την καταπολέμηση της μικροβιακής αντοχής είναι η πρόληψη και ο έλεγχος των λοιμώξεων και η αντιμικροβιακή διαχείριση.
Η δουλειά που έχουμε κάνει μέχρι σήμερα στο CLEO επιβεβαιώνει ότι τα συστήματα παρακολούθησης των λοιμώξεων προσφέρουν δεδομένα που είναι απαραίτητα για την ανάδειξη στόχων και τη δημιουργία παρεμβάσεων που θα περιορίσουν τη λανθασμένη χρήση των αντιβιοτικών. Οι παρεμβάσεις που βασίζονται στην εκπαίδευση, την επιτήρηση και σε ένα σύστημα ανατροφοδότησης των δύο, μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στη βελτίωση της διαχείρισης των αντιβιοτικών και στην πρόληψη των λοιμώξεων. Τέτοιες παρεμβάσεις αξιοποιούμε στο πλαίσιο του Εθνικού Προγράμματος GRIPP/SNF».
Πηγή: healthdaily.gr