Blog

ECDC: Ραγδαία εξάπλωση ανθεκτικού στα φάρμακα μύκητα στα νοσοκομεία – Η Ελλάδα στις χώρες με τα περισσότερα κρούσματα

Ο ανθεκτικός στα φάρμακα μύκητας Candidozyma auris επιβεβαιώνεται ότι εξαπλώνεται ραγδαία στα ευρωπαϊκά νοσοκομεία, με την Ελλάδα να αποτελεί μια από τις πέντε χώρες με τα περισσότερα κρούσματα.

Η τελευταία έρευνα του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC), η τέταρτη του είδους της, επιβεβαιώνει ότι ο Candidozyma auris (πρώην Candida auris) συνεχίζει να εξαπλώνεται ραγδαία στα ευρωπαϊκά νοσοκομεία, αποτελώντας σοβαρή απειλή για τους ασθενείς και τα συστήματα υγείας. Ο αριθμός των κρουσμάτων αυξάνεται, οι επιδημίες διευρύνονται και αρκετές χώρες αναφέρουν συνεχιζόμενη τοπική μετάδοση. Τα ευρήματα υπογραμμίζουν τη σημασία της έγκαιρης ανίχνευσης και του ελέγχου της μετάδοσης, προκειμένου να αποφευχθεί η ταχεία εξάπλωση, όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση.

Ο Candidozyma auris (C. auris) είναι ένας μύκητας που συνήθως εξαπλώνεται εντός των υγειονομικών εγκαταστάσεων, είναι συχνά ανθεκτικός στα αντιμυκητιασικά φάρμακα και μπορεί να προκαλέσει σοβαρές λοιμώξεις σε βαριά άρρωστους ασθενείς. Η ικανότητά του να αντέχει σε διαφορετικές επιφάνειες και ιατρικό εξοπλισμό και να μεταδίδεται μεταξύ ασθενών καθιστά τον έλεγχο του ιδιαίτερα δύσκολο.

Μεταξύ 2013 και 2023, οι χώρες της ΕΕ/ΕΟΧ ανέφεραν πάνω από 4 000 κρούσματα, με σημαντική αύξηση στα 1 346 κρούσματα που αναφέρθηκαν από 18 χώρες μόνο το 2023. Πέντε χώρες – η Ισπανία, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ρουμανία και η Γερμανία – έχουν καταγράψει τα περισσότερα κρούσματα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας.

«Το C. auris έχει εξαπλωθεί μέσα σε λίγα μόνο χρόνια – από μεμονωμένα κρούσματα έως ευρεία εξάπλωση σε ορισμένες χώρες. Αυτό δείχνει πόσο γρήγορα μπορεί να εγκατασταθεί στα νοσοκομεία», δήλωσε ο Δρ Διαμαντής Πλαχούρας, επικεφαλής του Τμήματος Ανθεκτικότητας στα Αντιμικροβιακά και Λοιμώξεων που Σχετίζονται με την Υγειονομική Περίθαλψη του ECDC. «Αλλά αυτό δεν είναι αναπόφευκτο», πρόσθεσε. «Η έγκαιρη ανίχνευση και ο γρήγορος, συντονισμένος έλεγχος των λοιμώξεων μπορούν ακόμα να αποτρέψουν την περαιτέρω μετάδοση».

Πρόσφατα κρούσματα έχουν αναφερθεί στην Κύπρο, τη Γαλλία και τη Γερμανία, ενώ η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ρουμανία και η Ισπανία έχουν δηλώσει ότι δεν μπορούν πλέον να διακρίνουν συγκεκριμένα κρούσματα λόγω της ευρείας περιφερειακής ή εθνικής διάδοσης. Σε πολλές από αυτές τις χώρες, η παρατεταμένη τοπική μετάδοση έχει συμβεί μέσα σε λίγα μόνο χρόνια μετά την πρώτη τεκμηριωμένη περίπτωση, υπογραμμίζοντας την κρίσιμη σημασία των έγκαιρων παρεμβάσεων για την ανάσχεση της εξάπλωσής της.

Ενώ ορισμένες χώρες έχουν επιτύχει θετικά αποτελέσματα στον περιορισμό των κρουσμάτων C. auris, πολλές αντιμετωπίζουν σημαντικές ελλείψεις. Παρά την αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων, μόνο 17 από τις 36 συμμετέχουσες χώρες διαθέτουν επί του παρόντος εθνικό σύστημα επιτήρησης για το C. auris. Μόνο 15 χώρες έχουν αναπτύξει συγκεκριμένες εθνικές οδηγίες για την πρόληψη και τον έλεγχο των λοιμώξεων. Η εργαστηριακή ικανότητα είναι συγκριτικά ισχυρότερη, με 29 χώρες να αναφέρουν πρόσβαση σε εργαστήριο αναφοράς ή εργαστήριο ειδικών στη μυκητολογία και 23 να προσφέρουν δοκιμές αναφοράς για νοσοκομεία.

Ενώ ο αριθμός των λοιμώξεων από C. auris αυξάνεται σαφώς, χωρίς συστηματική επιτήρηση και υποχρεωτική αναφορά, η πραγματική κλίμακα του προβλήματος είναι πιθανό να υποεκτιμάται, προειδοποιεί το ECDC.

Η κατάσταση στην Ελλάδα

Σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, στην Ελλάδα, η πρώτη απομόνωση του μύκητα ήταν το 2019, και έκτοτε απομονώνονται με αυξανόμενη συχνότητα στελέχη C. auris από διεισδυτικές λοιμώξεις (καντινταιμίες), σε βαρέως πάσχοντες με μακροχρόνιες νοσηλείες και παρουσία ενδαγγειακών καθετήρων.

Επίσης ο μύκητας έχει απομονωθεί από δείγματα αποικισμού ασθενών και προσωπικού, καθώς και από περιβαλλοντικά δείγματα από επιφάνειες, σύμφωνα με τα στοιχεία του Εργαστηρίου Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, στο οποίο αποστέλλονται δείγματα από νοσοκομεία όλης της χώρας για έλεγχο ταυτοποίησης και ευαισθησίας

Πηγή: news4health.gr
Facebook
LinkedIn
X