Blog

Αρχική » Blog » Έρευνες / Μελέτες » Δημόσιο σύστημα Υγείας: Μόλις ένας στους τρεις πολίτες έχει θετική και μάλλον θετική γνώμη – Σε πολύ χαμηλά ποσοστά η ικανοποίηση, η οικονομική δυσχέρεια ο λόγος επιλογής

Blog

Δημόσιο σύστημα Υγείας: Μόλις ένας στους τρεις πολίτες έχει θετική και μάλλον θετική γνώμη – Σε πολύ χαμηλά ποσοστά η ικανοποίηση, η οικονομική δυσχέρεια ο λόγος επιλογής

Στην ερώτηση για το τι θα προτιμούσαν σε περίπτωση ανάγκης, οι συμμετέχοντες στην έρευνα εμφανίζονται μοιρασμένοι μεταξύ του ιδιωτικού (46,4%) και του δημόσιου (51,2%) νοσοκομείου, με το τελευταίο, ωστόσο να έχει ένα καθαρό προβάδισμα. Αντίθετα, στην προτίμηση για γιατρό η τάση είναι αντίστροφη: 58,7% θα επέλεγαν να απευθυνθούν σε ιδιώτη γιατρό παρά σε γιατρό δημόσιας δομής.

Τα παραπάνω στοιχεία περιλαμβάνονται στο τρίτο μέρος της μεγάλης δημοσκοπικής έρευνας της διαΝΕΟσις «Τι πιστεύουν οι Έλληνες 2024» που διεξήχθη μεταξύ 31 Ιανουαρίου και 12 Φεβρουαρίου 2024 σε ένα πανελλαδικό, αντιπροσωπευτικό δείγμα 1.103 ατόμων ηλικίας 17 ετών και άνω, με μεικτή μεθοδολογία τηλεφωνικής και online έρευνας (902 και 201 άτομα αντίστοιχα), το οποίο σταθμίστηκε εκ των υστέρων ως προς το φύλο και την ηλικία. Πιο αναλυτικά:

Στις τελευταίες θέσεις της κατάταξης βρίσκεται το σύστημα υγείας που παρότι άντεξε την περίοδο της πανδημίας, σήμερα φαίνεται η λειτουργία του να θεωρείται ανεπαρκής (32,2% από 45,9% και στην πέμπτη θέση στην κατάταξη το 2022, μάλιστα με 67,3% σήμερα αρνητικές γνώμες). Σε συνέχεια της δυσμενούς αξιολόγησης του συστήματος υγείας, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια σαφής προτίμηση των πολιτών υπέρ του δημόσιου συστήματος υγείας, καθώς σε περίπτωση που χρειαζόταν θα το επέλεγε το 51,2% των πολιτών, αλλά το 46,4% θα προτιμούσε να απευθυνθεί σε ιδιωτική κλινική ή ιδιωτικό νοσοκομείο. Πάντως, το δημόσιο σύστημα υγείας φαίνεται να επιλέγουν περισσότερο οι μεγαλύτερες ηλικίες (άνω των 55 ετών) και οι συνταξιούχοι, τα χαμηλότερα εισοδήματα και όσοι δηλώνουν ότι δεν τα βγάζουν πέρα ή τα βγάζουν πέρα με δυσκολίες.

Ακόμη περισσότερο, στο πιο άμεσο και «καθημερινό» επίπεδο του προσωπικού γιατρού ενισχύεται και επικρατεί σαφώς το μέρος εκείνων που θα προτιμούσαν να απευθυνθούν σε ιδιώτη γιατρό (58,7%), παρά σε γιατρό κάποιας δημόσιας δομής (38,8%), τον οποίο και πάλι φαίνεται να προτιμούν σχετικά περισσότερο οι μεγαλύτερες ηλικίες (40 και άνω), καθώς και όσοι δηλώνουν ότι δεν τα βγάζουν πέρα ή τα βγάζουν πέρα με δυσκολίες. Συνεπώς, η καταφυγή στο δημόσιο σύστημα υγείας φαίνεται να είναι συνάρτηση της οικονομικής ευχέρειας/δυσχέρειας και όχι της ικανοποίησης από τις υπηρεσίες που προσφέρει.

Πάντως, στο κρίσιμο επίπεδο της πρόληψης, η πλειονότητα φαίνεται να κάνει προληπτικά τις βασικές ιατρικές εξετάσεις (τσεκ απ) μία φορά τον χρόνο (58,1%) ή και συχνότερα (20%), ενώ παραμένει ένα 19,4% που κάνει προληπτικές εξετάσεις σπανιότερα (αν και με μια σχετική βελτίωση από το 23,6% του 2022). Πιο σπάνια από μία φορά τον χρόνο κάνουν βασικές ιατρικές εξετάσεις περισσότερο οι άνδρες παρά οι γυναίκες, οι μεσαίες και μικρότερες ηλικίες (κάτω από 54 ετών), αλλά και πάλι όσοι αντιμετωπίζουν περισσότερες οικονομικές δυσκολίες ως νοικοκυριό.

Στο αξιακό πλαίσιο, η κοινωνική εμπιστοσύνη φαίνεται να είναι εξαιρετικά χαμηλή. Μόλις το 12,8% θεωρεί ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι άξιοι εμπιστοσύνης, ενώ για το 86,6% ισχύει ότι στις συναλλαγές μας με τους άλλους ανθρώπους πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί – και μάλιστα χωρίς σημαντικές διαφοροποιήσεις από το προηγούμενο κύμα της έρευνας, το 2022. Το αίσθημα δυσπιστίας είναι ακόμη εντονότερο στις γυναίκες παρά στους άνδρες αλλά και στις ηλικίες άνω των 55 ετών, ενώ ενισχύεται όσο χαμηλότερο είναι το εκπαιδευτικό επίπεδο και η κοινωνική τάξη

Όταν το ερώτημα αφορά συγκεκριμένα παραδείγματα συμπεριφορών, ο βαθμός εμπιστοσύνης φαίνεται, εύλογα, να εξαρτάται από την οικειότητα με τον «άλλο». Το 42,5% θεωρεί «πολύ» και «αρκετά πιθανό» να του επιστρέψει κάποιος άγνωστος το χαμένο πορτοφόλι, αλλά και ένα 56,8% θεωρεί «λίγο» ή «καθόλου πιθανό» ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Εάν δεν πρόκειται για κάποιον άγνωστο αλλά για έναν γείτονα, εδώ οι περισσότεροι ερωτώμενοι δηλώνουν ότι θα του εμπιστεύονταν τα κλειδιά του σπιτιού τους (55,6%) για μια περίπτωση ανάγκης, αν και ένα όχι ευκαταφρόνητο 43,9% δηλώνουν ότι μάλλον δεν θα το έκαναν.

Εάν συνυπολογίσουμε αυτά τα ευρήματα, φαίνεται ότι στην ελληνική κοινωνία, όπου η αξία της αλληλεγγύης δεν αξιολογείται, όπως είδαμε, ανάμεσα στις πιο σημαντικές, επικρατεί η καχυποψία σε βάρος της εμπιστοσύνης στον διπλανό μας.

Κάνοντας μια προβολή στο μέλλον, φαίνεται ότι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν συγκεχυμένες αντιλήψεις όσον αφορά τη δυνατότητα να σκεφτούν τη ζωή μεσοπρόθεσμα. Η υγεία πάντως είναι ένα ζήτημα που φαίνεται με βεβαιότητα να απασχολεί τη μεγάλη πλειονότητα σε σχέση με το μέλλον:

84,5% δηλώνει ότι σκέφτεται συχνά πώς οι σημερινές επιλογές του/της μπορεί να επηρεάσουν την υγεία του/της στο μέλλον, ενώ μόνο ένα 20,9% δεν ανησυχεί για τυχόν προβλήματα υγείας αργότερα στη ζωή του.

Από εκεί και πέρα, 7 στους 10 (71,5%) θεωρούν ότι το τι θα συμβεί στο μέλλον βρίσκεται πέραν του ελέγχου μας, ωστόσο, ταυτόχρονα, μόνο 1 στους 3 (30,8%) δηλώνει ότι δεν υπάρχει λόγος να σκεφτόμαστε το μέλλον, και ακόμη λιγότεροι (28,6%) δηλώνουν πολύ απασχολημένοι για να το σκεφτούν. Έτσι, σχεδόν 7 στους 10 (69,6%) αποταμιεύουν για το μέλλον, αλλά και ένα 64,9% δηλώνει ότι έχει ένα πλάνο για τα πέντε επόμενα χρόνια της ζωής του. Αν και πιστεύουμε, λοιπόν, ότι το μέλλον είναι άδηλο, μεγάλο μέρος των πολιτών κάνει έναν έστω μεσοπρόθεσμο προγραμματισμό για το επόμενο διάστημα της ζωής του.

Σε κάθε περίπτωση, ο προγραμματισμός για τα επόμενα πέντε χρόνια φαίνεται να είναι σαφώς περισσότερο πιθανό ενδεχόμενο για τους άνδρες παρά για τις γυναίκες (74,3%, έναντι 56,1%), και να γίνεται πιθανότερο όταν ανεβαίνει το μορφωτικό επίπεδο και η κοινωνική τάξη, αλλά και όταν περιορίζονται οι οικονομικές δυσκολίες του νοικοκυριού. Συνεπώς, συνδέεται με ποικίλες διαστάσεις ασφάλειας και σιγουριάς, είτε υλικές είτε πολιτισμικές και συμβολικές.

Τι γίνεται όμως στο παρόν; Ποιες πρακτικές και συνήθειες υιοθετούμε περισσότερο; Σε σημαντικό βαθμό, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες δηλώνουν ότι έρχονται σε επαφή με τη φύση (66,7%) και προσέχουν τη διατροφή τους (56,5% – και περισσότερο οι γυναίκες, οι άνω των 65 ετών, όσοι ανήκουν στα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα, και όσων το νοικοκυριό αντιμετωπίζει λιγότερες οικονομικές δυσκολίες). Ωστόσο, μόνο 37,2% δηλώνουν ότι κάνουν πολλή σωματική άσκηση (και πάντως περισσότερο οι άνδρες και οι νεότερες ηλικίες έως 39 ετών, και περισσότερο όσο ανεβαίνει το μορφωτικό επίπεδο και περιορίζονται οι οικονομικές δυσκολίες του νοικοκυριού).

Ταυτόχρονα, 47,3% δηλώνουν ότι καταναλώνουν κρέας σε σημαντικό βαθμό (και περισσότερο οι άνδρες, οι νεότερες ηλικίες, αλλά και όσο ανεβαίνει η κοινωνική τάξη και όσο περιορίζονται οι οικονομικές δυσκολίες του νοικοκυριού), 21,9% ότι καπνίζουν (και περισσότερο από όλους οι ηλικίες 40-54), και μόλις 6,7% ότι καταναλώνουν αλκοόλ καθημερινά ή σχεδόν καθημερινά. Ακόμη, το 19,3% δηλώνει ότι θα κατανάλωνε τρόφιμα ληγμένα που όμως «μοιάζουν εντάξει».

Και ως προς ειδικότερες συμπεριφορές στην κοινωνική ζωή, 63,1% δηλώνουν πολύ/αρκετά έτοιμοι να πουν μια αντιδημοφιλή γνώμη σε κάποια κοινωνική περίσταση – και περισσότερο οι άνδρες, που αισθάνονται πιο άνετα στον δημόσιο χώρο παρά οι γυναίκες (65,9%, έναντι 60,6%). Ταυτόχρονα, σαφώς λιγότερο διατεθειμένοι μοιάζουν οι Έλληνες να προβούν σε μια πράξη αλληλεγγύης, όπως το να δανείσουν σε κάποιον φίλο ποσό αντίστοιχο με έναν μισθό τους (42,1%), συνυπολογίζοντας, βέβαια, ότι η διάθεση αυτή συνδέεται με το επίπεδο κοινωνικής τάξης και την οικονομική ευχέρεια/στενότητα του νοικοκυριού.

Πηγή: healthview.gr
Facebook
LinkedIn
X
ΣΥΝΔΕΣΗ

Δεν είστε εγγεγραμμένο μέλος της Ε.Ε.Φα.Μ;

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την βέλτιστη εμπειρία περιήγησης στην σελίδα μας.
Πληκτρολογήστε και πατήστε enter για να δείτε τα αποτελέσματα αναζήτησης