Blog
Blog
Χάος στο αμερικανικό CDC: Οι κίνδυνοι για την παγκόσμια υγεία από τη σύγκρουση πολιτικής και επιστήμης

Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ κάλεσε τη Δευτέρα τις φαρμακευτικές εταιρείες να δικαιολογήσουν την επιτυχία των φαρμάκων τους που προορίζονται για τη θεραπεία του COVID. Είπε ότι υπάρχει διαφωνία σχετικά με το αν τα φάρμακα έσωσαν ζωές.
«Με το CDC να διχάζεται σχετικά με αυτό το ζήτημα, θέλω την απάντηση, και τη θέλω ΤΩΡΑ», έγραψε ο Τραμπ στο Truth Social. «Μου έχουν δείξει πληροφορίες από την Pfizer και άλλους, που είναι εξαιρετικές, αλλά δεν φαίνεται να δείχνουν ποτέ αυτά τα αποτελέσματα στο κοινό».
Σε αυτό το νέο “θαυμαστό κόσμο” σύγκρουσης της πολιτικής και της συνομωσιολογίας με την επιστήμη, όσα συμβαίνουν στις ΗΠΑ, με προσκήνιο τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) προκαλούν έντονη ανησυχία για διάχυση αυτής της κρίσης και εκτός αμερικανικών συνόρων με έντονο αποτύπωμα στη παγκόσμια δημόσια υγεία.
Από τότε που ο Robert F Kennedy (RFK) Jr διορίστηκε Υπουργός Υγείας και Κοινωνικών Υπηρεσιών των Ηνωμένων Πολιτειών, τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων δέχονται πιέσεις να εγκαταλείψουν την παραδοσιακή τους προσέγγιση της δημόσιας υγείας στην Αμερική και σε όλο τον κόσμο, η οποία βασίζεται σε επιστημονικά στοιχεία.
Η πίεση αυτή κορυφώθηκε την περασμένη εβδομάδα με την απόλυση της πρόσφατα διορισμένης διευθύντριας του CDC, Susan Monarez. Σύμφωνα με τους δικηγόρους της, η επιστήμονας, η οποία κατείχε τη θέση για λιγότερο από ένα μήνα, έγινε στόχος μετά την άρνησή της να «εγκρίνει χωρίς συζήτηση μη επιστημονικές, απερίσκεπτες οδηγίες».
Η Monarez θα αντικατασταθεί από τον Jim O’Neill, αναπληρωτή διευθυντή του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικών Υπηρεσιών. Οι επικριτές επισημαίνουν ότι δεν έχει καμία ιατρική ή επιστημονική κατάρτιση.
Την ίδια ημέρα με την απόλυση της Monarez, τρεις ανώτεροι αξιωματούχοι παραιτήθηκαν. Μεταξύ αυτών ήταν ο επικεφαλής ιατρός του CDC και δύο άλλοι με ηγετικούς ρόλους σε τομείς όπως τα εμβόλια και οι αναδυόμενες ασθένειες.
Η κρίση όμως που βρίσκεται σε εξέλιξη σε αυτόν τον κολοσσό της δημόσιας υγείας δεν επηρεάζει μόνο τις ΗΠΑ, όπως τονίζει σε άρθρο του στο The Conversation o Michael Toole, ερευνητής στο Burnet Institute, ο οποίος εργάστηκε στο CDC μεταξύ 1986 και 1995, συμμετέχοντας σε έργα του οργανισμού που αφορούσαν το εξωτερικό.
«Ενώ το CDC είναι ένας βασικός φορέας που εποπτεύει και χρηματοδοτεί την δημόσια υγεία στις ΗΠΑ, διαδραματίζει επίσης σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια υγεία. Κατά συνέπεια, η αναταραχή στο CDC θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και σε όλο τον κόσμο.», τονίζει ο ερευνητής.
Σκεπτικισμός για τα εμβόλια: απειλή για τη δημόσια υγεία
Λίγο μετά την ορκωμοσία του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ για δεύτερη φορά τον Ιανουάριο του 2025, οι απειλές για τη δημόσια υγεία των ΗΠΑ έγιναν εμφανείς με την τοποθέτηση του RFK Jr στη θέση του υπουργού Υγείας και Κοινωνικών Υπηρεσιών τον Φεβρουάριο, με αρμοδιότητα επί του CDC.
Μέχρι τον Απρίλιο, το 25% του προσωπικού του CDC είχε απολυθεί και οι δαπάνες των συμβάσεων του οργανισμού μειώθηκαν κατά 35%. Τα προγράμματα του CDC που ακυρώθηκαν περιλάμβαναν εκείνα που εστίαζαν στην πρόληψη της δηλητηρίασης από μόλυβδο στα παιδιά, την περιβαλλοντική υγεία και τις σεξουαλικά μεταδιδόμενες λοιμώξεις, συμπεριλαμβανομένου του HIV.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο RFK Jr έχει μακρά ιστορία σκεπτικισμού απέναντι στα εμβόλια.
Το 2019-20, περισσότεροι από 5.700 άνθρωποι μολύνθηκαν όταν μια επιδημία ιλαράς έπληξε το νησιωτικό κράτος της Σαμόα. Περίπου 83 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν παιδιά.
Στην πορεία, μια σειρά από διαφημίσεις διέδωσαν παραπληροφόρηση σχετικά με τα εμβόλια στο Facebook, σπέρνοντας αμφιβολίες για την ασφάλεια του εμβολίου κατά της ιλαράς. Ορισμένες από αυτές διαπιστώθηκε ότι χρηματοδοτήθηκαν από την Children’s Health Defense, μια οργάνωση που ιδρύθηκε από τον RFK Jr.
Το τμήμα του RFK Jr απέλυσε και αντικατέστησε τα 17 μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής για τις Πρακτικές Εμβολιασμού με οκτώ νέα άτομα, ορισμένα από τα οποία φέρεται να έχουν εκφράσει αντιεμβολιαστικές απόψεις.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του RFK Jr μέχρι στιγμής, το τμήμα του:
- μείωσε την πρόσβαση σε εμβόλια COVID για παιδιά και έγκυες γυναίκες
- ακύρωσε συμβάσεις για την ανάπτυξη νέων εμβολίων mRNA αξίας 500 εκατομμυρίων δολαρίων
- αναβίωσε την αναζήτηση μιας από καιρό διαψευσμένης σύνδεσης μεταξύ των παιδικών εμβολίων και του αυτισμού.
«Ο RFK Jr είναι αναμφισβήτητα η πιο σημαντική προσωπικότητα που επιβλέπει την υγεία στις ΗΠΑ. Είναι δύσκολο να υπερεκτιμήσουμε τη ζημιά που θα προκαλέσουν οι ενέργειές του στην εμπιστοσύνη και την αποδοχή των εμβολίων στην Αμερική και σε όλο τον κόσμο», υπογραμμίζει ο Toole
Μακρά ιστορία σωτήριων παρεμβάσεων σε κρίσεις υγείας
Ενώ το CDC παρείχε από καιρό συμβουλές στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) για τον έλεγχο της ελονοσίας, η πρώτη σημαντική πρωτοβουλία στο εξωτερικό ήταν η ενεργός συμμετοχή του στο επιτυχημένο παγκόσμιο πρόγραμμα εξάλειψης της ευλογιάς του ΠΟΥ. Μαζί με τη Σοβιετική Ένωση, το CDC αρχικά επικεντρώθηκε στη Δυτική Αφρική τη δεκαετία του 1960 και στη συνέχεια στην Ινδία και το Μπαγκλαντές τη δεκαετία του 1970.
Η πρώτη διεθνής επείγουσα υγειονομική παρέμβαση του CDC πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του λιμού στη Μπιάφρα, ο οποίος οδήγησε σε εκτεταμένη πείνα στο ανατολικό τμήμα της Νιγηρίας. Το 1968, κατόπιν αιτήματος της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού, το CDC κινητοποίησε προσωπικό για την παρακολούθηση της διατροφής και τον σχεδιασμό προγραμμάτων για την καταπολέμηση του υποσιτισμού.
Η μεγαλύτερη παρέμβαση του οργανισμού στο εξωτερικό ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2014, όταν ξέσπασε επιδημία Έμπολα στη Γουινέα, τη Σιέρα Λεόνε και τη Λιβερία. Μέχρι τον Ιούλιο του 2015, το CDC είχε διαθέσει 3.000 υπαλλήλους για την αντιμετώπιση του Έμπολα, με 1.200 να βρίσκονται επί τόπου στη Δυτική Αφρική, συμπεριλαμβανομένων γειτονικών χωρών όπως η Νιγηρία και η Σενεγάλη. Το προσωπικό του CDC παρείχε τεχνικές συμβουλές για την ενίσχυση της εργαστηριακής διάγνωσης, της ιχνηλάτησης των επαφών και της επιτήρησης.
Μετά την επιδημία του Έμπολα, δημιουργήθηκε η Παγκόσμια Ατζέντα για την Ασφάλεια στην Υγεία ως μια συντονισμένη πρωτοβουλία ετοιμότητας για επιδημίες με μέλη από περισσότερες από 60 χώρες, οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών και μη κυβερνητικές οργανώσεις. Η κυβέρνηση Ομπάμα χρηματοδότησε γενναιόδωρα τη συμμετοχή των ΗΠΑ, με το CDC να ηγείται των αμερικανικών συνεισφορών.
Απειλές για την παγκόσμια υγεία
Το πρώτο σημάδι της αποχώρησης των ΗΠΑ από την παγκόσμια υγεία ήρθε αμέσως μετά την ορκωμοσία του Τραμπ, όταν υπέγραψε εκτελεστικά διατάγματα για την ακύρωση της συμμετοχής των ΗΠΑ στον ΠΟΥ και την αναστολή όλης της αμερικανικής εξωτερικής αναπτυξιακής βοήθειας.
Αυτό οδήγησε στην ακύρωση μεγάλων προγραμμάτων για την πρόληψη και τη θεραπεία του HIV και του AIDS, της ελονοσίας, της φυματίωσης και της ηπατίτιδας.
Λίγο αργότερα, οι αξιωματούχοι του CDC έλαβαν εντολή να διακόψουν κάθε επικοινωνία με τον ΠΟΥ, με αποτέλεσμα οι εμπειρογνώμονες του CDC να αποχωρήσουν, μεταξύ άλλων, από τις παγκόσμιες συμβουλευτικές επιτροπές.
Η διάλυση της Αμερικανικής Υπηρεσίας Διεθνούς Ανάπτυξης (USAID) οδήγησε σε ακύρωση του 83% των προγραμμάτων της και 5.200 συμβάσεων. Αυτό έχει εμποδίσει την ικανότητά της να παρέχει αποτελεσματικά βοήθεια που σώζει ζωές, μεταξύ άλλων σε χώρες που έχουν καταστραφεί από συγκρούσεις και λιμό, όπως το Σουδάν. Μια μελέτη προέβλεψε ότι οι περικοπές στη χρηματοδότηση της USAID θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε 14 εκατομμύρια επιπλέον θανάτους έως το 2030.
Οι περικοπές στον προϋπολογισμό και στο προσωπικό έχουν μειώσει σοβαρά την ικανότητα του CDC να συμμετέχει σε παγκόσμιες πρωτοβουλίες. Για παράδειγμα, το Τμήμα Υγείας Μητέρων και Παιδιών έκλεισε και απολύθηκαν και οι 22 υπάλληλοί του. Το τμήμα αυτό βοηθούσε χώρες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα να εφαρμόσουν προγράμματα πρόληψης του HIV σε έγκυες γυναίκες και τα μωρά τους.
«Η απώλεια οικονομικών πόρων και μεγάλου αριθμού εξειδικευμένου προσωπικού σημαίνει ότι η υπηρεσία αντιμετωπίζει ένα αβέβαιο μέλλον. Η παρέμβαση στις διαδικασίες του για την ανάπτυξη επιστημονικά τεκμηριωμένων πολιτικών υγείας θα επηρεάσει σοβαρά την ικανότητά του να εκτελεί την αποστολή του τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Το CDC έχει χάσει την εμπιστοσύνη του αμερικανικού λαού και δεν θεωρείται πλέον ο κορυφαίος οργανισμός δημόσιας υγείας στον κόσμο.
Οι κυβερνήσεις, τα ερευνητικά ιδρύματα και οι οργανισμοί ανάπτυξης της υγείας σε όλο τον κόσμο πρέπει να ενωθούν για να καταδικάσουν αυτή την απώλεια παγκόσμιας εμπειρογνωμοσύνης στον τομέα της υγείας. Εκατομμύρια ζωές εξαρτώνται από την ανάληψη αποφασιστικών δράσεων.», καταλήγει ο Toole.
Πηγές: The Conversation, Reuters
Πηγή: news4health.gr