Από την εποχή της έναρξης των μνημονίων, ένα από τα πρώτα μέτρα που εφαρμόστηκε με σκοπό τη μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης, ήταν η απαγόρευση των αυξήσεων τιμών. Και άρα το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν υπάρχει και ποιο είναι το νομοθετικό πλαίσιο καθορισμού των τιμών;

Η απάντηση από στελέχη της αγοράς είναι ότι οι τιμές μέχρι το 2018, καθορίζονταν με βάση τον μέσο όρο των τριών χαμηλότερων τιμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συνήθως ήταν η Τσεχία, Ουγγαρία και Βουλγαρία. Ετσι, αν οι τιμές των φαρμάκων, μειώνονταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτή τη μείωση ακολουθούσε και η Ελλάδα.

Αν αυξάνονταν όμως, δεν ακολουθούσε αντίστοιχη αύξηση στις ελληνικές τιμές.

Υπάρχει βέβαια και χειρότερο σενάριο…

Να μην αλλάξουν οι τιμές στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά να αλλάξει η ισοτιμία. Στην περίπτωση του Brexit, μειώθηκαν οι τιμές περισσότερων από 300 φαρμάκων, λόγω της αλλαγής της ισοτιμίας Ευρώ – Λίρας. Για το λόγο αυτό, το 2018, το καλάθι των χωρών βάσει του οποίου τιμολογούνται τα φάρμακα στην Ελλάδα, άλλαξε, και πλέον λαμβάνουμε υπόψη τις χώρες της Ευρωζώνης.

Το ερώτημα είναι γιατί οι υπόλοιπες χώρες τις Ευρώπης έδιναν αυξήσεις στις τιμές των φαρμάκων;

Η αλήθεια είναι ότι αυτό δεν είναι σύνηθες. Όμως στις περιπτώσεις που η δυνατότητα προσφοράς έχει μειωθεί και η ζήτηση είναι διαρκώς αυξανόμενη, οι χώρες συχνά επιλέγουν να αυξήσουν τις τιμές τους για να προσελκύσουν μεγαλύτερες ποσότητες.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι Ανοσοσφαιρίνες, όπου οι υφιστάμενες παραγωγικές μονάδες, δεν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες του πληθυσμού, οπότε οι χώρες που είναι πρόθυμες να πληρώσουν περισσότερα χρήματα, μπορούν να διασφαλίσουν και μεγαλύτερες ποσότητες.

Τι κάνουμε εμείς στην Ελλάδα; 

Στη χώρα μας, την τελευταία 10ετία, αυτές οι προσαρμογές είναι περιορισμένες και μετρώνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Το τίμημα αυτών των αποφάσεων; Πολλές θεραπείες αποσύρονται και σε διάφορες κατηγορίες αντιμετωπίζουμε σημαντικές ελλείψεις.

Και πώς αντιμετωπίζουμε αυτές τις ελλείψεις;

Εισάγουμε τα ίδια φάρμακα μέσω του Ινστιτούτου Φαρμακευτικής Έρευνας & Τεχνολογίας (ΙΦΕΤ Μ.Α.Ε), το οποίο μεταξύ άλλων δραστηριοποιείται κυρίως στην παραγωγή, εισαγωγή και διάθεση φαρμακευτικών προϊόντων, τα οποία δεν κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά από ιδιωτικές φαρμακευτικές επιχειρήσεις.

Άρα το πρόβλημα αντιμετωπίζεται; Όχι ακριβώς…

Ας δούμε το χαρακτηριστικό παράδειγμα της κλασικής ηπαρίνης.

Πριν από περίπου 4 χρόνια, ξέσπασε η πανδημία της γρίπης των χοίρων στην Κίνα, με αποτέλεσμα τη θανάτωση του 50% του παγκόσμιου πληθυσμού, από τα οποία προέρχεται η δραστική ουσία των ηπαρινών. Παράλληλα, με την πανδημία του COVID-19, οι ανάγκες για αντιθρομβωτικές θεραπείες εκτοξεύτηκαν, με αποτέλεσμα τη δημιουργία τεράστιας ζήτησης και τον τετραπλασιασμό της τιμής της δραστικής ουσίας.

Η κλασική ηπαρίνη, την οποία τα δημόσια νοσοκομεία προμηθεύονται με τιμή 30 ευρώ -καθαρή- στα 26 ευρώ το κουτί καθώς υπάρχει και η έκπτωση του 5% -αιτήθηκε την προσαρμογή της τιμής της, στη χαμηλότερη της Ευρωζώνης, κοντά στα 50ευρώ.

Ποια ήταν η απόκριση; Η διασφάλιση της κάλυψης των αναγκών μέσω του ΙΦΕΤ σε απλησίαστη τιμή για τα νοσοκομεία. Πληροφορίες μιλούν και για 200 ευρώ το κουτί (10 τεμάχια-ένα κουτί). Μιλάμε για ακριβότερη τιμή κατά 400% …

Και εδώ αρχίζουν τα ερωτηματικά για το λογικό και το παράλογο… Για ποιο λόγο δεν δόθηκε αύξηση 20 ευρώ, προκειμένου να εξοικονομήσουμε 150 ευρώ το τεμάχιο για ένα σκεύασμα με μηνιαίες πωλήσεις, άνω των 10.000 τμχ.

Αυτό συνεπάγεται ότι αυξήσαμε τη μηνιαία δαπάνη άνω του 1.5 εκατ. ευρώ και την ετήσια κοντά στα 18.5 εκατ. ευρώ

Σε ένα κράτος, που τα χρήματα δεν περισσεύουν, τονίζουν στελέχη της φαρμακευτικής αγοράς, θα πρέπει οι πολιτικές μας να είναι ευέλικτες και να κοιτάμε τον στόχο και όχι τη διαδικασία, αξιοποιώντας ευέλικτες στρατηγικές για να έχουμε τα αποτελέσματα που θέλουμε ως κράτος.

Αύριο κληρώνει και πάλι για την ηπαρίνη

Πληροφορίες της τελευταίας στιγμής λένε ότι την Παρασκευή έχουν κληθεί για διαπραγμάτευση για την ηπαρίνη (κλασική και χαμηλού μοριακού βάρους) οι εταιρείες που καλύπτουν τις ανάγκες της ελληνικής αγοράς και συγκεκριμένα η Leo, η ΒΙΑΝΕΞ, η Sanofi και η Viatris. Αναμένουμε εξελίξεις.