Ο καρκίνος του πνεύμονα επηρεάζει τη ζωή των ασθενών και των οικείων τους σε πολλαπλά επίπεδα. Στην παρούσα έκθεση δίνεται έμφαση στη συχνά παραγνωρισμένη πτυχή της οικονομικής τοξικότητας που συνοδεύει όχι μόνο τη διάγνωση της νόσου αλλά περισσότερο τις άμεσες δαπάνες θεραπείας και φαρμάκων, την απώλεια εισοδήματος και τον επώδυνο και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην οικονομική σταθερότητα των οικογενειών. Στόχος της έκθεσης είναι να ρίξει φως στις οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν όσοι βαδίζουν στο δύσκολο μονοπάτι της ασθένειας.
Η Ελλάδα ήταν μία από τις 28 χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας που συμμετείχαν στην παραπάνω έρευνα. Καταγράφηκαν συνολικά 120 απαντήσεις από Έλληνες συμμετέχοντες, οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση για τα αποτελέσματα της έκθεσης ειδικά για την Ελλάδα. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί στο 10,3% του συνολικού αριθμού των συμμετεχόντων της 8ης Έκθεσης LuCE (120/1,161).
Αναφορικά με τα χαρακτηριστικά των Ελλήνων συμμετεχόντων, το 38,3% ήταν ασθενείς και το 61,7% φροντιστές. Η πλειοψηφία ήταν άτομα ηλικίας 55-64 ετών, με το ποσοστό των γυναικών να υπερτερεί (67.5%) σε σχέση με το ποσοστό (31,7%) των ανδρών. Αξίζει να σημειωθεί πως το 44,2% είχαν (ή οι οικείοι τους είχαν) νόσο σταδίου IV, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα (αδενοκαρκίνωμα).
Όλα τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην έκθεση για την Ελλάδα συγκρίνουν τα δεδομένα που συλλέχθηκαν από Έλληνες συμμετέχοντες με τον μέσο όρο που συλλέχθηκε από Ευρωπαίους συμμετέχοντες.
Συνολικά αποτελέσματα έρευνας
Η έρευνα ανέδειξε τη σημασία της αντιμετώπισης του οικονομικού αντίκτυπου του καρκίνου του πνεύμονα στην Ελλάδα. Ο οικονομικός αντίκτυπος για τα άτομα από την Ελλάδα είναι υψηλότερος από τον μέσο όρο της ευρωπαϊκής ζώνης του ΠΟΥ σε όλους σχεδόν τους τομείς.
Συνολικά το 92,4% των ατόμων ανέφεραν οικονομική δυσχέρεια ως αποτέλεσμα της νόσου έναντι 66,8% του μέσου όρου των Ευρωπαίων συμμετεχόντων. Ο αντίκτυπος ήταν πολύ σημαντικός (αρκετά / πάρα πολύ) για το 50,0% των Ελλήνων συμμετεχόντων.
Η σοβαρότητα της οικονομικής τοξικότητας λόγω καρκίνου του πνεύμονα είναι τόσο υψηλή, ώστε το 71,7% των συμμετεχόντων από την Ελλάδα είχε δυσκολία στην κάλυψη ορισμένων δαπανών έναντι του 45,7% του μέσου όρου των Ευρωπαίων συμμετεχόντων.
Το 61,4% των συμμετεχόντων από την Ελλάδα χρειάζεται πάνω από το 20% του εισοδήματος του νοικοκυριού του για να πληρώσει τις δαπάνες που σχετίζονται με τον καρκίνο του πνεύμονα έναντι του 31,7% του μέσου όρου σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.
Είναι επίσης πολύ σημαντικό να σημειωθεί ότι το 87,5% των ατόμων με οικονομικές δυσκολίες συμφώνησαν ότι η οικονομική τους κατάσταση είχε αντίκτυπο στην πρόσβασή τους σε θεραπεία και περίθαλψη.
Περίπου το 75% των συμμετεχόντων από την Ελλάδα ανέφεραν μειωμένο εισόδημα του νοικοκυριού μετά τη διάγνωση έναντι 62,9% του μέσου όρου των Ευρωπαίων συμμετεχόντων. 4 στους 10 ανέφεραν την απουσία από την εργασία ως μία από τις αιτίες της μείωσης του εισοδήματος, ακολουθούμενη από την μη ικανότητα εργασίας (29,6%).
Η μεγάλη πλειονότητα των συμμετεχόντων (87,4%) αναγκάστηκε να μειώσει τα έξοδα του νοικοκυριού για να αντιμετωπίσει τα έξοδα μετά τη διάγνωση του καρκίνου του πνεύμονα.
Η έρευνα υποδηλώνει ότι ο καρκίνος του πνεύμονα αποτελεί παράγοντα κινδύνου πρόκλησης οικονομικής δυσχέρειας. Το ποσοστό των Ελλήνων συμμετεχόντων που είχαν άγχος για τα οικονομικά τους αυξήθηκε από 48,1% (πριν τη διάγνωση) σε 72,2% ( μετά τη διάγνωση). Τα αντίστοιχα ποσοστά στον Ευρωπαϊκό μέσο όρο αυξήθηκαν από 27,7% σε 46,8%.
Εν τέλει, το 60,2% των ατόμων που επηρεάζονται από τη νόσο στην Ελλάδα δυσκολεύεται να βιοποριστεί με το εισόδημα του νοικοκυριού του έναντι του 26,2% του μέσου όρου των Ευρωπαίων συμμετεχόντων.
Η μεγάλη πλειοψηφία των συμμετεχόντων (71,2%) δεν είχε συζητήσει ποτέ, ή ελάχιστα, με τις ομάδες υγειονομικής περίθαλψης σχετικά με τις οικονομικές ανησυχίες τους. Το ποσοστό αυτό συμπίπτει με τον μέσο όρο των Ευρωπαίων συμμετεχόντων.
Η αντιμετώπιση της νόσου είναι συχνά δαπανηρή, ειδικά αν τα βήματα για τη διάγνωση – μεταξύ άλλων ο ολοκληρωμένος μοριακός έλεγχος – και τη θεραπεία δεν καλύπτονται επαρκώς από το δημόσιο σύστημα υγείας ή τα ιδιωτικά ασφαλιστικά προγράμματα.
Επιπρόσθετες οικονομικές πιέσεις μπορεί να δημιουργήσουν οι δαπάνες διακομιδής προς και από τα εξειδικευμένα κέντρα θεραπείας, λόγω έλλειψης επαρκούς στελέχωσης επαγγελματιών υγείας και ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού σε δομές της Ελληνικής περιφέρειας και η σημαντική απώλεια ωρών εργασίας για τους υπεύθυνους συνοδούς και μέλη της οικογένειας που καλούνται να καλύψουν με την παρουσία και συμμετοχή τους τέτοιες ελλείψεις.
Προτάσεις για Δράση
Η έκθεση προτείνει τις ακόλουθες λύσεις και τρόπους υποστήριξης με την ελπίδα να αποτελέσει πολύτιμο εργαλείο για τους επαγγελματίες υγείας, τους φορείς χάραξης πολιτικής, τους συνηγόρους ασθενών και κυρίως τα άτομα και τις οικογένειες που βιώνουν τη νόσο:
Έλεγχος για οικονομική τοξικότητα και παροχή προγραμμάτων για την κάλυψη δαπανών, σε περίπτωση οικονομικής αδυναμίας.
Οι ομάδες υγειονομικής περίθαλψης θα πρέπει να ενθαρρύνουν τη συζήτηση με τα άτομα που επηρεάζονται από τον καρκίνο του πνεύμονα για να διερευνήσουν τις οικονομικές τους ανάγκες. Οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να απευθύνονται σε φορείς που μπορούν να πληροφορήσουν και να βοηθήσουν στη μείωση των δαπανών που σχετίζονται με τη θεραπεία και τη φροντίδα και στον περιορισμό των αυξημένων δαπανών λόγω της νόσου.
Ενίσχυση του προγράμματος κάλυψης εισοδήματος για άτομα που δεν μπορούν να εργαστούν, επειδή νοσούν από καρκίνο του πνεύμονα ή για τους φροντιστές.
Η μείωση του εισοδήματος λόγω των εργασιακών μεταβολών είναι μία από τις μεγαλύτερες επιπτώσεις της διάγνωσης του καρκίνου του πνεύμονα. Τα εργαζόμενα άτομα είναι πιο πιθανό να βιώσουν μείωση του εισοδήματός τους λόγω της νόσου. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να χρηματοδοτούν τις κατάλληλες παροχές αποζημίωσης μέσω των συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας και να τις παρέχουν σε όσους δεν μπορούν να εργαστούν λόγω καρκίνου του πνεύμονα.
Πηγή: healthmag.gr