Ανθή Αγγελοπούλου • aagelopoulou@naftemporiki.gr
Αντοχές επέδειξαν, παρόλη τη μείωση των πωλήσεων τους οι φαρμακευτικές εταιρείες κατά τη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής, σύμφωνα με μελέτη της ΣΤΟΧΑΣΙΣ Σύμβουλοι Επιχειρήσεων Α.Ε., κλείνοντας ωστόσο λίγο την «ψαλίδα» των απωλειών με τη θετική επίδραση που είχε οικονομικά η πανδημία του Covid-19 λόγω της φύσης των προϊόντων τους.
Όπως εξηγεί ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΣΤΟΧΑΣΙΣ Βασίλης Ρεγκούζας, οι φαρμακευτικές εταιρείες ακολουθούν την πορεία της ελληνικής οικονομίας, όπως αυτή αποτυπώνεται στο ΑΕΠ (σε τρέχουσες τιμές) της χώρας.
Παρουσίασαν ανάπτυξη την πενταετία 2017-2021, μετά από πέντε πτωτικές περιόδους (ΜΕΡΜ 2012-2016: -4,2%, ΜΕΡΜ 2017-2021: 7,4%) ενώ, ο Μέσος Ετήσιος Ρυθμός Μεταβολής (ΜΕΡΜ) διαμορφώθηκε σε 1,5% την περίοδο 2012-2021. Όσον αφορά στο 2021, το συνολικό εγχώριο μέγεθος των φαρμακευτικών επιχειρήσεων «προσέγγισε» τα €7 δισ., παρουσιάζοντας αύξηση 12,5% το 2021 σε σχέση με το 2020, με το 45% περίπου να αφορά στις παραγωγικές επιχειρήσεις.
Οι 20 μεγαλύτερες επιχειρήσεις (παραγωγικές και εισαγωγικές) κατέχουν το 60% περίπου της συνολικής αγοράς το 2021. Ειδικότερα, το μέγεθος της αγοράς των παραγωγικών επιχειρήσεων παρουσίασε αύξηση 12,1% το 2021 σε σχέση με το 2020 και ΜΕΡΜ 5,6% την περίοδο 2012-2021. Επίσης, το μέγεθος της αγοράς των εισαγωγικών επιχειρήσεων εκτιμάται ότι παρουσίασε αύξηση 12,8% το 2021 σε σχέση με το 2020 και ΜΕΡΜ -0,8% την περίοδο 2012-2021. Σημειώνεται η αύξηση των εξαγωγών φαρμακευτικών προϊόντων τη διετία 2020-2021, με ΜΕΡΜ 22,0%.
Όσον αφορά στο 2022, σύμφωνα με τη ΣΤΟΧΑΣΙΣ εκτιμάται ότι, το συνολικό μέγεθος της αγοράς των φαρμακευτικών επιχειρήσεων παρουσίασε αύξηση της τάξης του 8% σε σχέση με το 2021.
Από πλευράς χρηματοοικονομικής ανάλυσης των επιχειρήσεων του κλάδου, προκύπτει ότι το EBITDA, ως ποσοστό επί των πωλήσεων των παραγωγικών επιχειρήσεων, διαμορφώνεται σε ικανοποιητικά επίπεδα τη διετία 2020-2021 κυρίως λόγω της αύξησης της κερδοφορίας τους.
Σύμφωνα με την υπεύθυνη των κλαδικών μελετών Κατερίνα Ματσούκα, ο εν λόγω χρηματοοικονομικός δείκτης στις εισαγωγικές επιχειρήσεις διαμορφώνεται σε χαμηλότερα επίπεδα έναντι των παραγωγικών την ίδια χρονική περίοδο. Ενώ, ο δείκτης Υποχρεώσεις/EBITDA των παραγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου παρουσιάζει συνεχή βελτίωση από το 2018 και έπειτα, δείχνοντας την προσπάθεια των παραγωγικών επιχειρήσεων όσον αφορά στη δυνατότητα εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών τους.
Να σημειωθεί ωστόσο, ότι υπήρξε η βελτίωση του συγκεκριμένου δείκτη στις εισαγωγικές επιχειρήσεις του κλάδου την διετία 2020-2021. Επιπρόσθετα, όπως αναφέρει η συντάκτρια της μελέτης Βασιλική Κολπονδίνου, οι τιμές του δείκτη κάλυψης χρηματοοικονομικών δαπανών τόσο των παραγωγικών σε όλη την εξεταζόμενη περίοδο, όσο και των εισαγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου από το 2013 και έπειτα, δείχνουν ότι οι επιχειρήσεις δεν είναι «ευπρόσβλητες» σε πιθανές μεταβολές του οικονομικού περιβάλλοντος.
Σημειώνεται ότι οι εισαγωγικές επιχειρήσεις εμφανίζουν καλύτερη «εικόνα» συγκριτικά με τις παραγωγικές, ιδιαίτερα την επταετία 2015-2021. Ενώ, η αύξηση των κερδών των παραγωγικών επιχειρήσεων τη διετία 2020-2021 σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο 2011-2019, οφείλεται κυρίως στη σημαντική αύξηση των πωλήσεων κατά μεγαλύτερο βαθμό, σε απόλυτους αριθμούς, από την αύξηση του κόστους πωλήσεων.
Τέλος, η βελτίωση των αποτελεσμάτων «αποτυπώνεται» στο δείκτη περιθωρίου καθαρού κέρδους, καθώς και στους χρηματοοικονομικούς δείκτες αποδοτικότητας ιδίων (2019: 19,16% – 2020: 30,17% – 2021: 26,26%) και απασχολουμένων (2019: 6,69% – 2020: 9,78% – 2021: 9,09%) κεφαλαίων την ίδια χρονική περίοδο. Η ίδια «εικόνα» με τις παραγωγικές επιχειρήσεις του κλάδου, όσον αφορά στα περιθώρια κέρδους, παρουσιάζεται και στις εισαγωγικές επιχειρήσεις του κλάδου (χρηματοοικονομικοί δείκτες αποδοτικότητας ιδίων (2019: 5,52% – 2020: 23,82% – 2021: 16,64%) και απασχολουμένων (2019: 1,95% -2020: 7,34% – 2021: 5,61%) κεφαλαίων.