Η σταδιακή αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης για το φάρμακο θα συμβάλει καθοριστικά στην αντιμετώπιση των νέων συνθηκών που προέκυψαν και μετά την πανδημία, αναφέρει μεταξύ άλλων ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΦΕΕ) στο ψήφισμα που ακολούθησε την Ετήσια Γενική του Συνέλευση.
Ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΦΕΕ), όπως αναφέρει στο ψήφισμα της Ετήσιας Γενικής Συνέλευσης που πραγματοποιήθηκε χθες, «η πανδημία της COVID-19 έφερε στο φως σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, τα κενά στα συστήματα υγείας, τα οποία οφείλονται κυρίως στην υποχρηματοδότηση και στις πολυετείς στρεβλώσεις. Στις επιπτώσεις της πανδημίας ήρθε να προστεθεί η ενεργειακή κρίση. Η έντασή της είναι πλέον τέτοια που δημιουργεί πρωτοφανείς συνέπειες στις επιχειρήσεις σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ)».
«Όπως συμβαίνει και στην υπόλοιπη ΕΕ οι επιχειρήσεις όλης της ελληνικής επικράτειας και όλων των μεγεθών βιώνουν πλέον μια κρίσιμη κατάσταση με αντικειμενικές προκλήσεις στην ομαλή λειτουργία ή την επιβίωση τους. Ταυτόχρονα, η δημογραφική κατάσταση, όπως η γήρανση του πληθυσμού, τα χρόνια νοσήματα, όπως ο διαβήτης, η παχυσαρκία, τα καρδιαγγειακά νοσήματα αλλά και η αυξημένη συχνότητα των νεοπλασιών, συνεπάγονται την αύξηση της ζήτησης υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης και φαρμάκων, επιβαρύνοντας τα δημόσια οικονομικά», σημειώνει ο ΣΦΕΕ και προσθέτει:
«Ο κλάδος μας καλείται να αντιμετωπίσει σημαντικές προκλήσεις που διαιωνίζονται, όπως η υποχρηματοδότηση της φαρμακευτικής δαπάνης, της εξωνοσοκομειακής και ιδιαίτερα της νοσοκομειακής δαπάνης και πάνω από όλα να διασφαλίσει την αποτελεσματική κάλυψη των εντεινόμενων αναγκών των Ελλήνων πολιτών. Πάνω από μία δεκαετία ο φαρμακευτικός προϋπολογισμός είναι ανεπαρκής, ενώ τα περιορισμένα μέτρα για τον έλεγχο της ζήτησης δεν έχουν αποδώσει.
Στη χώρα μας, η Πολιτεία επενδύει για τη φαρμακευτική δαπάνη 26% λιγότερους πόρους από τις χώρες της Νότιας Ευρώπης και 47% λιγότερους από τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης που δεν επαρκούν να καλύψουν τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού της χώρας.
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η φαρμακευτική δαπάνη είναι ουσιαστικά στάσιμη από το 2014 και μετά -για 9 χρόνια τώρα– με εξαίρεση το κονδύλι των εμβολίων. Η κατάσταση αυτή σε συνδυασμό με την έλλειψη μέτρων ελέγχου της ζήτησης δημιουργεί την υπέρβαση δαπάνης, η οποία καλύπτεται κυρίως από τις φαρμακευτικές εταιρίες, μέσω δυσθεώρητων και ανεξέλεγκτων υποχρεωτικών επιστροφών (clawback & rebates),αλλά και από τους ασθενείς.
Επιτέλους η Πολιτεία θα πρέπει να δει σοβαρά αυτά τα ζητήματα. Πρώτα από όλα, πρέπει άμεσα να υιοθετηθούν μέτρα για τον έλεγχο της συνταγογράφησης, δηλαδή τα ψηφιακά εργαλεία που θα βοηθήσουν στον έλεγχο του μεγέθους και του μίγματος της ζήτησης, μέσω της ορθής εφαρμογής των θεραπευτικών πρωτοκόλλων, την ανάπτυξη φίλτρων συνταγογράφησης, τον ψηφιακό φάκελο ασθενή, τη διασύνδεση των εργαστηριακών εξετάσεων με την ηλεκτρονική συνταγογράφηση, την εισαγωγή της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης στα νοσοκομεία και την εκτέλεση διαγωνισμών.
Παράλληλα, η σταδιακή αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης για το φάρμακο θα συμβάλει καθοριστικά στην αντιμετώπιση των νέων συνθηκών που προέκυψαν και μετά την πανδημία, αλλά και σε συνδυασμό με την «Σάρωση Ορίζοντα» (Horizon Scanning) για πρόβλεψη δαπάνης των νέων φαρμάκων.
Βεβαίως δεν πρέπει να ξεχνάμε και την παράμετρο της ενίσχυσης των επενδυτικών κινήτρων. Το επενδυτικό clawback, κάτω από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), δεν απέδωσε για τις Κλινικές Μελέτες. Αρκεί να σημειώσουμε πως μόνο το 4.6% από τα 250 εκατ. ευρώ εγκρίθηκαν για συμψηφισμό. Επομένως είναι επιτακτική η ανάγκη πλέον για ένα διαφορετικό πλαίσιο κινήτρων για τις κλινικές μελέτες σε σχέση με το clawback, εφόσον υπάρχει το ενδιαφέρον από την πλευρά της Πολιτείας και μπορεί να βρεθεί άλλη πηγή χρηματοδότησης ώστε να προσελκύσει σημαντικά επενδυτικά κεφάλαια στη χώρα μας.
Το μήνυμά μας προς την Πολιτεία είναι σαφές:
Χαιρετίζουμε την υπό προϋποθέσεις αύξηση της χρηματοδότησης της φαρμακευτικής δαπάνης μέσω πόρων του RRF, αλλά σταδιακά πρέπει η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη να μπορεί να καλύψει τις ανάγκες των Ελλήνων ασθενών και να μην στηρίζεται η Πολιτεία υπέρμετρα στον τρίτο άτυπο πυλώνα χρηματοδότησης, δηλαδή στη φαρμακοβιομηχανία.
Ζητάμε:
- Την άμεση εφαρμογή μέτρων ελέγχου της δαπάνης.
- Την επαρκή και σταδιακή χρηματοδότηση του προϋπολογισμού, ώστε να καλύπτονται οι παρούσες, αλλά και οι μελλοντικές ανάγκες των ασθενών.
- Την ουσιαστική εφαρμογή των όρων του πλάνου ανασυγκρότησης για μείωση του συνόλου των επιστροφών, ώστε να υπάρξει πραγματική βελτίωση της κατάστασης για τις επιχειρήσεις του κλάδου και όχι απλά «λογιστική τακτοποίηση» των αριθμών.
- Την ομαλή ροή των διαδικασιών αξιολόγησης φαρμακευτικών προϊόντων και διαπραγμάτευσης, με βιώσιμους όρους και σε ένα πιο ευέλικτο πλαίσιο.
- Τη διασφάλιση της διαφάνειας και της προβλεψιμότητας στην επιβολή των μέτρων που θεσπίζονται.
- Την εισαγωγή περισσότερων και ουσιαστικών κινήτρων για επενδύσεις στην έρευνα και την ανάπτυξη και τις παραγωγικές δαπάνες».