Φαρμακοβιομηχανίες απομακρύνουν σκευάσματα τους από την ελληνική αγορά ή έχουν δρομολογήσει τις σχετικές διαδικασίες για να το πράξουν το αμέσως προσεχές διάστημα. Όπως συζητείται, η “έξοδος” είναι μονόδρομος απέναντι στην φαρμακευτική πολιτική της υποχρηματοδότησης και στα μέτρα που κατά καιρούς θεσπίζονται, μηδενίζοντας την όποια δυνατότητα στρατηγικού σχεδιασμού και προγραμματισμού από τις εταιρείες.
Την ώρα που οι ισχυρισμοί από την πλευρά του υπουργείου Υγείας είναι ότι κανένα φάρμακο δεν θα πάψει να διατίθεται στην ελληνική αγορά, έχουμε στη διάθεσή μας επιστολή προς τους αρμόδιους φορείς για την απόσυρση σκευάσματος.
Αφορά το πιο πρόσφατο παράδειγμα απόσυρσης και μάλιστα μόλις ένα χρόνο μετά την εισαγωγή του στον θετικό κατάλογο αποζημιούμενων φαρμάκων. Το συγκεκριμένο σκεύασμα είναι για την θεραπεία της υπερκαλιαιμίας σε ενηλίκους.
Όπως αναφέρεται στην επιστολή “Κατατέθηκε αίτημα απένταξης από τη λίστα αποζημιούμενων φαρμάκων, ενώ το προσεχές διάστημα αναμένεται και η απένταξή του από το Δελτίο Τιμών φαρμάκων. Επιπρόσθετα, όπως προβλέπεται από τη νομοθεσία, έχει ήδη ενημερωθεί ο Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων και η οριστική διακοπή διάθεσης του φαρμάκου θα πραγματοποιηθεί στα μέσα Φεβρουαρίου του 2023, προβλεπόμενο διάστημα για την ομαλή μετάβαση των ασθενών που ήδη λαμβάνουν το φάρμακο, σε εναλλακτικούς τρόπους αντιμετώπισης της υπερκαλιαιμίας τους.
Η συγκεκριμένη ενέργεια οφείλεται σε οικονομικούς λόγους, οι οποίοι δεν θα επέτρεπαν την απρόσκοπτη διάθεση του φαρμάκου σε βάθος χρόνου. Η απόφαση για τη διακοπή κυκλοφορίας του προϊόντος σε αυτή την πρώιμη φάση, θεωρούμε πως θα επηρεάσει τους λιγότερους δυνατό ασθενείς και θα επιφέρει τη μικρότερη δυνατή αναστάτωση, δεδομένης και της ύπαρξης εναλλακτικών θεραπειών στην αγορά“.
Πληροφορίες λένε ότι διαδικασίες απένταξης καινοτόμων φαρμάκων από τον θετικό κατάλογο έχουν ξεκινήσει και άλλες δύο εταιρείες, αντιδρώντας στα ευρηματικά μέτρα που κατά καιρούς λαμβάνει το υπουργείο Υγείας αδιαφορώντας για τον πυλώνα της φαρμακοβιομηχανίας, όπως το ίδιο έχει χαρακτηρίσει τον κλάδο.
Μέτρα που, όχι απλώς φρενάρουν την ανάπτυξη, αλλά την ακυρώνουν, όπως η αναδρομική ισχύς που καταλύει κάθε έννοια προβλεψιμότητας και οι λογιστικές αλχημείες – μειώνεται η υπέρβαση(clawback) κατά 5% και 3% αλλά αυξάνονται οι υποχρεωτικές εκπτώσεις(rebates) με τα αντίστοιχα ποσοστά), που έχουν αρνητικό αντίκτυπο στις επενδύσεις και τις θέσεις εργασίας των εταιρειών ενώ θέτουν σε κίνδυνο την προσβασιμότητα των ασθενών στις θεραπείες που έχουν ανάγκη, παρούσες αλλά κυριότερα μελλοντικές.
Νομοθετήματα που καθιστούν τις εταιρείες απλούς θεατές μέτρων που εισάγονται εκ των υστέρων για να αντιμετωπίσουν τετελεσμένα γεγονότα, ενώ μάταια ψάχνουν να δουν να εφαρμόζονται μέτρα που θα προλαμβάνουν γεγονότα.
Δύο ερωτήματα
Αναπάντητο παραμένει από το υπουργείο Υγείας το ερώτημα πως θα σχεδιάσει μια εταιρεία την ετήσια ή μακροχρόνια βιωσιμότητα της, τις επενδύσεις της, την πρόσληψη νέων εργαζομένων, την έρευνα και τον καινοτόμο εκσυχρονισμό της, όταν στο τέλος του έτους και με αναδρομική ισχύ επιβάλλονται αναγκαστικά εισπρακτικά μέσα ή όταν δεν υπάρχουν δικλείδες σταθεροποίησης έστω αυτής της νοσηρής κατάστασης.
Η φαρμακευτική πολιτική μετακυλίει ευθύνες και κόστη σε ασθενείς και “πωλητές”, που είναι το σύνολο της φαρμακοβιομηχανίας, αυτή που επενδύει, που ανοίγει εργοστάσια, που φέρνει κλινικές μελέτες, που ανοίγει θέσεις εργασίας, που βάζει λεφτά στο σύστημα και που δεν φεύγει από την χώρα. Την ευθύνη για τις αστοχίες στην Υγεία ποιος την έχει;
Πηγή: euro2day.gr