Η Ελισάβετ Προδρόμου Γενική Διευθύντρια της Bristol Myers Squibb που ηγείται της εταιρείας τα τελευταία 5 χρόνια, μιλά στο HealthReport.gr για τη νέα φαρμακευτική πολιτική, για τις αλλαγές που έχουν προωθηθεί από το υπουργείο Υγείας και πλήττουν κυρίως τα καινοτόμα φάρμακα που απευθύνονται σε σοβαρές και χρόνιες παθήσεις.
Επίσης η κ.Προδρόμου αναφέρεται λεπτομερώς και στις υποχρεωτικές εκπτώσεις που «πνίγουν» όλες τις φαρμακευτικές εταιρείες.
Ταυτόχρονα η κ. Ελισάβετ Προδρόμου περιγράφει τα μέτρα που έπρεπε να έχουν ληφθεί εδώ και καιρό για τον τομέα του φαρμάκου και τα οποία όσο καθυστερούν, τόσο δυσχεραίνουν τις συνθήκες για τους ασθενείς και τις εταιρείες.
Από τη δεκαετή οικονομική κρίση και την πανδημία, έχουμε εισέλθει πλέον στη νέα ρευστή γεωπολιτική, ενεργειακή και οικονομική πραγματικότητα όπου κανένας τομέας δεν παραμένει ανεπηρέαστος και στην Ελλάδα. Η υγεία και η πρόσβαση των ασθενών στις καινοτόμες θεραπείες που έχουν ανάγκη, μπορεί να αποτελέσει εξαίρεση κ. Προδρόμου;
Για να απαντήσω ευθέως, έχουμε υποχρέωση όλες οι πλευρές -από την πολιτεία μέχρι τη φαρμακοβιομηχανία- να εγγυηθούμε ότι θα αποτελέσει εξαίρεση. Το βέβαιο άλλωστε είναι ότι η πρόσβαση των ασθενών μας στις καινοτόμες θεραπείες για σοβαρές παθήσεις δεν μπορεί να επηρεαστεί από πληθωριστικές πιέσεις όπως στα κοινά αγαθά την τρέχουσα περίοδο, καθώς το φάρμακο είναι ένα προϊόν σε διατίμηση. Αυτό σημαίνει ότι η τιμή του καθορίζεται από το κράτος και ασφαλώς καλύπτεται από το υγειονομικό σύστημα, χωρίς καμία επιβάρυνση του ασθενούς.
Μάλιστα η Ελλάδα απολαμβάνει προνομιακά ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα τιμών στην Ευρώπη, καθώς η τιμή κάθε καινοτόμου φαρμάκου προκύπτει από το μέσο όρο των δύο χαμηλότερων διαφορετικών τιμών στην ευρωζώνη. Αν σε αυτή την εξίσωση προσθέσουμε και τις υπέρογκες υποχρεωτικές επιστροφές που καταβάλλει η φαρμακοβιομηχανία καλύπτοντας την υπέρβαση της δημόσιας δαπάνης, καταρρίπτεται αυταπόδεικτα ο μύθος περί ακριβών καινοτόμων φαρμάκων που αποπροσανατολίζει τη συζήτηση για τις πραγματικές προκλήσεις της πρόσβασης σε αυτά σήμερα στην Ελλάδα.
Πρόσφατα ψηφίστηκαν και τέθηκαν σε εφαρμογή μία σειρά από νομοθετήματα στο πεδίο της φαρμακευτικής πολιτικής. Ακολουθούν και πάλι κατά την άποψή σας τον ίδιο δημοσιονομικό προσανατολισμό;
Αυτό νομίζω πως είναι μία παραδοχή και της ίδιας της κυβέρνησης. Κάθε αναβολή υλοποίησης διαρθρωτικών μέτρων που θα εκσυγχρονίσουν το υγειονομικό σύστημα, θα μετρήσουν και θα αξιολογήσουν τη χρήση των πόρων του και συνεπώς θα μεγιστοποιήσουν την αξία του και την κατανομή της, αντιστοιχεί σε μία επιπλέον μετακύλιση του βάρους στη φαρμακοβιομηχανία.
Αυτό είναι το τίμημα για τη διαχρονική αναβολή και αποπροτεραιοποίηση από την πλευρά της Πολιτείας μίας σειράς σχετικών μεταρρυθμίσεων. Η ηλεκτρονική συνταγογράφηση και διασύνδεση στα νοσοκομεία, η διεύρυνση της εφαρμογής αυστηρών θεραπευτικών πρωτοκόλλων, η ανάπτυξη μητρώων ασθενών τουλάχιστον στις παθήσεις με το πιο ισχυρό υγειονομικό και οικονομικό φορτίο, η ευρύτερη διείσδυση των γενοσήμων μέσω ουσιαστικής κινητροδότησης και μείωσης της τιμής τους για να πλησιάσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, είναι μέτρα που επαναλαμβάνονται μονότονα ως αδήριτη και τεκμηριωμένη ανάγκη. Όσο η υλοποίησή τους καθυστερεί, αντισταθμίζεται από κοντόφθαλμες πολιτικές που στοχεύουν αποκλειστικά στη δαπάνη.
Και αν η δεκαετής οικονομική κρίση χαρακτηρίστηκε από διαδοχικές οριζόντιες περικοπές στη δημόσια δαπάνη για το φάρμακο κατά 100% -από τα 4,8 δις το 2009 στα στα 2,4 δις το 2019- κατανέμοντας το φορτίο στο σύνολο της αγοράς, τα τελευταία χρόνια η πλειοψηφία των μέτρων στοχεύουν κυρίως ή αποκλειστικά στα καινοτόμα φάρμακα για σοβαρές παθήσεις, δημιουργώντας ένα ολοένα πιο ασφυκτικό περιβάλλον για τις εταιρείες που τα διαθέτουμε και θέτοντας σε επισφάλεια την απρόσκοπτη πρόσβαση των χρόνιων ασθενών.
Αναφέρεστε στον πρόσφατο διαχωρισμό του προϋπολογισμού του ΕΟΠΥΥ σε φάρμακα λιανικής αγοράς και υψηλού κόστους;
Ακριβώς, καθώς πρόκειται για ένα ακόμη μέτρο που δείχνει μονομερώς με το δάχτυλο τη φαρμακευτική καινοτομία ως μέρος του προβλήματος και όχι ως μέρος της λύσης. Έχουμε λανθασμένα ταυτίσει τις εξελιγμένες θεραπείες με το κόστος, ενώ αντίθετα αυτές βελτιώνουν τους υγειονομικούς δείκτες, μειώνουν τη νοσηρότητα, τη θνησιμότητα και τις ημέρες νοσηλείας, επιτρέπουν την ταχύτερη επιστροφή στην παραγωγικότητα και συνεπώς επιτυγχάνουν σημαντικές εξοικονομήσεις.
Σε μία χώρα όπου ο πληθυσμός γηράσκει, ο επιπολασμός χρόνιων παθήσεων ακολουθεί σταθερά ανοδική τροχιά και συνεπώς οι ανάγκες για σύγχρονες φαρμακευτικές τεχνολογίες αυξάνονται, είναι τουλάχιστον απλοϊκή και σίγουρα κάθε άλλο παρά βιώσιμη η απάντηση της πολιτείας να δημιουργήσει ένα κλειστό και ανεπαρκή προϋπολογισμό για αυτές τις θεραπείες, με δεδομένο ότι η επιστήμη -ευτυχώς για τους ασθενείς- κάνει βήματα μπροστά και κάθε χρόνο έχουμε είσοδο νέων φαρμάκων που θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν από τον ίδιο ανεπαρκή προϋπολογισμό.
Στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση σε βάρος των καινοτόμων φαρμάκων κινούνται όμως και άλλα μέτρα. Πρόσφατα επιβλήθηκαν επιπρόσθετες εκπτώσεις 5% για όλα τα σκευάσματα που δεν διαθέτουν γενόσημα ή 3% για τα ΦΥΚ και άλλες κατηγορίες. Από την άλλη πλευρά, θεσπίστηκε πλαφόν στο clawback που καταβάλλουν τα φθηνά φάρμακα με κόστος έως 30 ευρώ στο νοσοκομειακό περιβάλλον. Οι κατηγορίες αυτές θα καταβάλλουν από 0% έως 40% των επιστροφών που τους αναλογούν και το κενό αυτό που αντιστοιχεί σε 25-30 εκατ. ευρώ θα επιβαρύνει και πάλι κατά κύριο λόγο τις εταιρείες που διαθέτουμε καινοτόμα σκευάσματα.
Είναι παραπάνω από προφανές ότι τα μέτρα επιχειρούν να δημιουργήσουν ένα ασφαλή δημοσιονομικό χώρο για τα φάρμακα κοινότητας σε βάρος θεραπειών που προορίζονται για χρόνιες και συχνά απειλητικές για τη ζωή νόσους, εγείροντας ζητήματα ισότιμης αντιμετώπισης από το μονοψώνιο του κράτους. Είναι εύλογα όμως και τα επακόλουθα ερωτήματα. Υπηρετεί αυτή η πολιτική τον ασθενή και την πρόσβασή του στη φαρμακευτική καινοτομία μακροπρόθεσμα; Διασφαλίζει την έγκαιρη διάθεσή νέων θεραπειών αιχμής στη χώρα μας; Ή μήπως ο εκτροχιασμός της δαπάνης θα οδηγήσει σύντομα σε αδιέξοδο σε βάρος των ασθενών, έχοντας πρώτα αποδυναμώσει ή και εξοντώσει τις φαρμακευτικές εταιρείες που διαθέτουμε καινοτόμα σκευάσματα;
Και προφανώς προστίθεται εδώ και η επενδυτική διάσταση;
Αναλογιστείτε ποιος άλλος τομέας της αγοράς και της οικονομίας επωμίζεται αντίστοιχο φορτίο. Η απάντηση είναι ξεκάθαρη, κανένας. Η περίπτωση της Bristol Myers Squibb στην Ελλάδα είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Είμαστε μία εταιρεία με ένα χαρτοφυλάκιο αποκλειστικά καινοτόμων φαρμάκων για σοβαρές, χρόνιες παθήσεις, τα οποία διατίθενται στα νοσοκομεία. Παρά τις αντιξοότητες στο εξωτερικό περιβάλλον, καταγράψαμε ανάπτυξη 30% την τελευταία εξαετία η οποία συνοδεύτηκε και από μία επένδυση άνω των 10 εκατ. ευρώ σε έργα έρευνας και ανάπτυξης στη χώρα.
Ωστόσο, η αντίστοιχη αύξηση στα clawback και rebate που καταβάλαμε την ίδια περίοδο υπερβαίνει το 140%. Ιδίως μετά τα πρόσφατα μέτρα, το κράτος μας υποχρεώνει να δίνουμε δωρεάν 6 στα 10 σκευάσματα μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να αντιληφθεί ότι αυτό το περιβάλλον δεν είναι βιώσιμο για καμία επιχείρηση σε κανένα τομέα. Δεν χρειάζονται ειδικές γνώσεις για να κατανοήσουμε ότι έχει ήδη ξεπεραστεί η κόκκινη γραμμή μέχρι την οποία η πολιτεία μπορούσε να μεταθέτει στις φαρμακευτικές επιχειρήσεις που διαθέτουν καινοτόμες θεραπείες τη δική της αναβλητικότητα για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις με γνώμονα τον ασθενή, το υγειονομικό σύστημα, αλλά και την υγιή επιχειρηματικότητα που συνιστά απαραίτητο κρίκο στην αλυσίδα του φαρμάκου.
Σε ένα πιο προσωπικό τόνο, κ. Προδρόμου έχετε ήδη συμπληρώσει μία πενταετία στο τιμόνι της Bristol Myers Squibb στην Ελλάδα. Πώς θα σκιαγραφούσατε τον απολογισμό αυτής της περιόδου αναφορικά με τη φαρμακευτική καινοτομία και ποια είναι τελικά τα αναγκαία βήματα για την επόμενη ημέρα;
Θα έλεγα ότι πρόκειται για μία περίοδο όπου η ρευστότητα στο εξωτερικό περιβάλλον αποτέλεσε την κύρια σταθερά. Ακούγεται οξύμωρο όμως αυτή είναι η πραγματικότητα που βιώσαμε όχι μόνο στην υγεία, στην οικονομία και στις επιχειρήσεις, αλλά σε κάθε έκφανση της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ειδικά στον φαρμακευτικό κλάδο που χαρακτηρίζεται από διαχρονική έλλειψη προβλεψιμότητας ως αποτέλεσμα συνεχών νομοθετικών, ρυθμιστικών και χρηματοδοτικών μεταβολών, η προσπάθειά μας να ανταποκριθούμε στις ακάλυπτες ανάγκες υγείας των ασθενών μας μοιάζει συχνά με αγώνα σε κινούμενη άμμο.
Εταιρείες όπως η Bristol Myers Squibb που διαθέτουμε αποκλειστικά καινοτόμες θεραπείες στο νοσοκομειακό περιβάλλον για σοβαρές παθήσεις, αποδείξαμε και επιμένουμε να αποδεικνύουμε τη δική μας υπεύθυνη στάση. Παραμένουμε εδώ και εγγυόμαστε στο βαθμό που μας αναλογεί ότι ο ασθενής στην Ελλάδα θα συνεχίσει να έχει πρόσβαση σε νέες φαρμακευτικές τεχνολογίες αιχμής. Αναμένουμε όμως την ίδια αποφασιστικότητα στην πράξη και από την πολιτεία, μέσα από ένα τρίπτυχο. Πρώτον, επιτάχυνση όλων των διαρθρωτικών μέτρων που αναφέραμε παραπάνω τα οποία θα συμβάλουν στη βέλτιστη χρήση των πόρων που διαθέτει το σύστημα.
Δεύτερον, αύξηση της δημόσιας δαπάνης για το φάρμακο όπως συμβαίνει σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη και όπως η χώρα έχει δεσμευθεί τουλάχιστον για μία αύξηση που θα ακολουθεί το ρυθμό του ΑΕΠ. Η Ελλάδα κρατά σχεδόν στάσιμους τους σχετικούς δείκτες για περίπου μία δεκαετία, σε ένα αυθαίρετο και ασφυκτικό επίπεδο που δεν αντιστοιχεί στις τεκμηριωμένες ανάγκες υγείας του πληθυσμού. Τρίτον, εγγύηση για ένα σταθερό επενδυτικό, ρυθμιστικό και χρηματοδοτικό περιβάλλον τουλάχιστον με πενταετή ορίζοντα, τόσο συνολικά για τη φαρμακευτική αγορά, όσο και ειδικότερα για τις εταιρείες που διαθέτουμε καινοτόμα φάρμακα, οι οποίες έχουμε επωμιστεί δυσανάλογο οικονομικό βάρος.
Ωστόσο παρά τις προκλήσεις που περιγράψατε, η Bristol Myers Squibb έχει καταφέρει να διατηρήσει και να επιταχύνει την αναπτυξιακή τροχιά της στη χώρα. Και αυτό οφείλεται σε τρεις κυρίως παράγοντες.
Πρωταρχικά, στους ανθρώπους μας, το επιστημονικό και στελεχιακό δυναμικό της BMS στην Ελλάδα που διαθέτει όχι μόνο την αναγκαία γνώση, εξειδίκευση και εμπειρία, αλλά και την ενσυναίσθηση να ανταποκριθεί με ευαίσθητα αντανακλαστικά στις μεταβαλλόμενες συνθήκες ώστε να διασφαλίζουμε την απρόσκοπτη πρόσβαση των ασθενών στις θεραπείες μας.
Εξίσου κρίσιμο ρόλο διαδραματίζει η προσήλωση της εταιρείας παγκοσμίως στην έρευνα και ανάπτυξη νέων θεραπειών και η επακόλουθη συνεχής διεύρυνση του χαρτοφυλάκιού μας. Το 2018, η Bristol Myers Squibb ήταν ήδη μία ηγέτιδα δύναμη στην ανοσο-ογκολογία, αλλάζοντας ριζικά τη διαχείριση του καρκίνου και βελτιώνοντας την ποιότητα και το προσδόκιμο ζωής των ασθενών.
Στην πενταετία που ακολούθησε, επιλέξαμε στρατηγικά να μην επαναπαφθούμε σε αυτό το ορόσημο. Με πάνω από 11 δις. δολάρια ετήσια επένδυση στην έρευνα νέων φαρμάκων και με την εξαγορά των εταιρειών Celgene, Myokardia και πιο πρόσφατα της Turning Point Therapeutics, δραστηριοποιούμαστε πλέον σε νέες θεραπευτικές περιοχές όπως η β-θαλασσαιμία, η πολλαπλή σκλήρυνση, η ψωρίαση, η ελκώδης κολίτιδα και καρδιολογικές παθήσεις και παρέχουμε στους ασθενείς μας θεραπείες που βελτιώνουν την ποιότητα και το προσδόκιμο της ζωής τους.
Είναι όμως σκόπιμο να επισημάνω ότι για μία φαρμακευτική εταιρεία -όπως τουλάχιστον αντιλαμβανόμαστε στη Bristol Myers Squibb το ρόλο μας- δείκτης επιτυχίας δεν είναι αποκλειστικά ο ρυθμός ανάπτυξης. O ορισμός της επιτυχίας στο δικό μας τομέα είναι πολυδιάστατος, πιο σύνθετος και επεκτείνεται στην αποτελεσματική συμβολή μας σε ένα βιώσιμο, ποιοτικό σύστημα υγείας χωρίς ανισότητες, χωρίς καθυστερήσεις, χωρίς αποκλεισμούς ασθενών. Αυτός είναι ένας παράλληλος, θεμελιώδης στόχος μας τον οποίο υπηρετούμε με προσήλωση και συστηματική δουλειά στη BMS.
Πηγή: healthreport.gr