Στη δωρεά 290,000 τεμαχίων ντερφερόνης βήτα-1α στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) για να χρησιμοποιηθούν στην παγκόσμια κλινική μελέτη SOLIDARITY η οποία διερευνά διάφορες πιθανές θεραπευτικές επιλογές για την αντιμετώπιση του COVID-19 προχώρησε η φαρμακευτική εταιρεία Merck.
Στη μελέτη λαμβάνουν μέρος αυτή τα στιγμή περισσότερες από 70 χώρες.
Αυτή η ενέργεια συμπληρώνει τη δωρεά της εταιρείας που ανακοινώθηκε παλαιότερα για τη διεθνή κλινική δοκιμή DISCOVERY, με χορηγό το γαλλικό ινστιτούτο INSERM (Institut National de la Santé et de la Recherche Médicale).
Η ιντερφερόνη βήτα-1α, στη φαρμακοτεχνική μορφή του ενέσιμου διαλύματος σε προγεμισμένες σύριγγες ενδείκνυται για τη θεραπεία υποτροπιάζουσας Σκλήρυνσης κατά πλάκας (ΜΣ). Μέχρι σήμερα, η ιντερφερόνη βήτα 1-α δεν έχει εγκριθεί από καμία ρυθμιστική αρχή ως θεραπεία για τον COVID-19 ή για χρήση ως αντι-ιϊκός παράγοντας.
Η χρησιμότητα της ινρερφερόνης β
Μελέτη που έγινε από επιστήμονες στην Βοστώνη με την συνεργασία ερευνητών από όλες τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και τη Νότια Αφρική, δείχνει ότι ο ιός SARS-CoV-2 προσδένεται σε έναν πρωτεΐνικό υποδοχέα (πρωτεΐνη που βρίσκεται στην επιφάνεια του κυττάρου και αναγνωρίζει κάποιες πρωτεΐνες ή άλλες ουσίες) που ονομάζεται μετατρεπτικό ένζυμο της αγγειοτενσίνης 2 (ACE2). Αυτό το ένζυμο βοηθά στην διατήρηση της αρτηριακής πίεσης και της ισορροπίας των υγρών και των ηλεκτρολυτών.
Ο ιός SARS-CoV-2 χρησιμοποιεί τις πρωτεΐνες-ακίδες που έχει στην επιφάνεια του για την πρόσδεση στην ACE2. Ο ιός όμως εκμεταλλεύεται και ένα δεύτερο ένζυμο για να εισέλθει στα κύτταρα. Αυτό το ένζυμο ονομάζεται TMPRSS2 (Transmembrane protease, serine 2) και αν και η πλήρης βιολογική του λειτουργία δεν είναι ακριβώς γνωστή, δρα ως ένζυμο που «κόβει» τμήματα ορισμένων πρωτεϊνών (δηλαδή ως πρωτεάση). Το ένζυμο αυτό φαίνεται ότι ουσιαστικά προετοιμάζει και ενεργοποιεί τις πρωτεΐνες-ακίδες της επιφάνειας του SARS-CoV-2, ώστε να μπορέσει να προσδεθεί στα κύτταρα που έχουν την ACE2). Φαίνεται δηλαδή ότι χρειάζονται και οι δύο αυτές πρωτεΐνες ώστε να μπορέσει ο ιός να μπει στα κύτταρα: η μια «ακονίζει» τις ακίδες του ιού ώστε να μπορέσει ιός να προσδεθεί στην άλλη. Τα κύτταρα που εκφράζουν και τις δυο είναι τα πιο ευαίσθητα.
Με βάση αυτά τα ήδη γνωστά α συμπτώματα του COVID-19 στους πνεύμονες, τις ρινικές οδούς και το έντερο, οι ερευνητές εστίασαν στους εκατοντάδες διαφορετικούς τύπους κυττάρων που μπόρεσαν να αναγνωρίσουν σε αυτά τα όργανα και ανέλυσαν τα κύτταρα που εκφράζουν τις δύο βασκικές πρωτεΐνες που χρειάζεται ο ιός δηλαδή την ACE2 και την TMPRSS2.
- Στις ρινικές θαλάμες τα κυπελλοειδή βλενοπαραγωγά κύτταρα ήταν εκείνα που εμφάνιζαν υψηλή έκφραση των δύο πρωτεϊνών.
- Στον πνεύμονα, η ACE2 και η TMPRSS2 εμφάνιζαν υψηλή έκφραση στα κύτταρα που ονομάζονται κυψελιδικά κύτταρα τύπου II. Τα κύτταρα αυτά επενδύουν τις κυψελίδες, δηλαδή τους μικρούς σάκους αέρα (κάτι σαν μικρές φυσαλίδες) όπου γίνεται η ανταλλαγή των αερίων μέσα στον πνεύμονα και φροντίζουν ώστε αυτές να μένουν ανοιχτές και να μην κλείνουν.
- Στο έντερο, η ACE2 και η TMPRSS2 εμφάνιζαν υψηλή έκφραση στα εντεροκύτταρα τα οποία απορροφούν τα θρεπτικά συστατικά. Αυτά τα ευρήματα είναι σύμφωνα με τα συμπτώματα της λοίμωξης από τον κορονοϊό με την ρινική συμφόρηση την ανοσμία, την πνευμονία και τις διάρροιες.
Η ανάλυση αυτών των δεδομένων έδειξε και ορισμένα ενδιαφέροντα νέα στοιχεία
Σε αυτά τα κύτταρα, τα οποία καλύπτουν το αναπνευστικό σύστημα και το έντερο, η δραστηριότητα του γονίδιου που κωδικοποιεί την πρωτεΐνη ACE2 φάνηκε να αυξάνει σημαντικά μαζί με τη δραστηριότητα άλλων γονίδιων που είναι γνωστό ότι ενεργοποιούνται από την ιντερφερόνη. Όμως η ιντερφερόνη είναι μια πρωτεΐνη που παράγουν τα κύτταρα του οργανισμού σαν ανταπόκριση σε ιογενείς λοιμώξεις, δηλαδή είναι μια από τις πρώτες γραμμές άμυνας για την αντιμετώπιση των ιώσεων.
Για να το αποδείξουν αυτό, οι ερευνητές εξέθεσαν πνευμονικά κύτταρα σε ιντερφερόνη και είδαν ότι πράγματι αυτά εκφράζουν αυξημένες ποσότητες της ACE2. Παλιότερες μελέτες είχαν δείξει ότι η πρωτεΐνη ACE2 βοηθά τους πνεύμονες να αντιμετωπίζουν τις βλάβες από την έκθεση σε διάφορους τοξικούς παράγοντες (μικρόβια, , καπνός, ιώσεις, σωματίδια κ.α). Όμως μέχρι σήμερα είχε διαφύγει η σύνδεση της έκφρασης της ACE2 με την ιντερφερόνη, την βασική αντιϊκή πρωτεΐνη του οργανισμού.
Αυτή η ανακάλυψη υποδηλώνει ότι ο SARS-CoV-2 και ενδεχομένως και άλλοι κορωνοϊοί που βασίζονται στην ACE2 για να εισβάλλουν στα κύτταρα, μπορεί να επωφελούνται από την φυσική αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος.
Με άλλα λόγια, όταν το ανοσοποιητικό αντιδρά στη ίωση παράγοντας περισσότερη ιντερφερόνη, αυτό έχει σαν συνέπεια την παραγωγή περισσότερης ACE2 στην επιφάνεια του κυττάρου (στον πνεύμονα, την μύτη , το έντερο), με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι θέσεις πρόσδεσης του SARS-CoV-2 και η ικανότητα του να προσκολλάται στα κύτταρα.
Αν και απαιτείται πολύ περισσότερη έρευνα, αυτά τα ευρήματα δείχνουν ότι πιθανή χρήση της ιντερφερόνης ως θεραπεία για την καταπολέμηση του COVID-19 θα πρέπει να γίνει με ιδιαίτερη προσοχή.
Η ιντερφερόνη είναι ένα φάρμακο που έχει χρησιμοποιηθεί αρκετές δεκαετίες για την αντιμετώπιση ιογενών λοιμώξεων , όπως π.χ. από ιούς της ηπατίτιδας ή ως ανοσοθεραπεία σε κακοήθειες.
Αξίζει να αναφερθεί, ότι σήμερα διεξάγονται 42 κλινικές μελέτες που περιλαμβάνουν την χορήγηση ιντερφερόνης στο θεραπευτικό τους σχήμα.
Της Ανθής Αγγελοπούλου
Πηγή: naftemporiki.gr